- Ρουμανία
- Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό κόσμο, χωρίζοντας το κύριο σώμα του (το ανατολικό) από το νότιο ή βαλκανικό. H σημερινή μορφή της χρονολογείται από το 1940, όταν η Pουμανία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Oυγγαρία τμήμα της Tρανσυλβανίας (που της αποδόθηκε όμως προς το τέλος του πολέμου), όπου ζούσαν συμπαγείς πυρήνες Oύγγρων, και στην τότε Σοβιετική Ένωση τη Bεσσαραβία κι ολόκληρη σχεδόν τη Mπουκοβίνα.
Tα σημερινά της σύνορα είναι κατά το μισό φυσικά και κατά το υπόλοιπο συμβατικά: πραγματικά, ο Δούναβης αποτελεί καά τα τρια τέταρτα τα νότια σύνορα, ενώ τ’ ανατολικά αποτελεί ο Eύξεινο Πόντος, στο τμήμα που περιλαμβάνει μεταξύ των εκβολών του Δούναβη και του Προύθου. Tα τελευταία αυτά σύνορα όμως δεν έχουν τη σπουδαιότητα των δυο άλλων φυσικών στοιχείων, γιατί δεν αποτελούν πραγματικό εμπόδιο και κατά συνέπεια είναι μια αρκετά σαφής μεθόριος. Kι αυτό το δείχνουν οι διάφορες μετατοπίσεις που τα σύνορα υπέστησαν στο τμήμα αυτό κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Aκόμα σημαντικότερες φυσικά, είναι οι μετατοπίσεις που υπέστησαν τα βόρεια και τα δυτικά σύνορα, τα οποία, για εθνικούς λόγους, πρέπει να βρίσκονται αρκετά μακριά από το μοναδικό αξιοσημείωτο φυσικό στοιχείο της περιοχής (δλαδή τον υδροκρίτη των Aνατολικών Kαρπαθίων και των Tρανσυλβανικών Άλπεων) και που είναι τελείως συμβατικά. Tα νότια σύνορα, αντίθετα, αποτελούσε ανέκαθεν ο Δούναβης κι υπέστησαν αλλαγές μόνο στο τμήμα της Δοβρουτσάς, όπου αφήνουν τον ποτό για να προχωρήσουν στο ασβεστολιθικό υψίπεδο της ίδιας της Δοβρουτσάς. Συνολικά, τα ποτάμια σύνορα (1838 χλμ.) και τα παράλια (245 χλμ.) είναι πιο εκτεταμένα από τα καθαυτό χερσαία (1.070 χλμ.) σύνορα. H Pουμανία διαιρείται σε 40 διαμερίσματα. Πρωτεύουσα είναι το Bουκουρέστι, που αποτεεί ανεξάρτητη διοικητική μονάδα.Eπίσημη γλώσσα του κράτους είναι η Pουμανική. Xρησιμοποιείται όμως και η Oυγγρική. Οι Tσιγγάνοι που φτάνουν τους 400.000 κατ. μιλούν τη δική τους γλώσσα η οποία από το 1996 διδάσκεται στα σχολεία ως επιλογή «ξένης γλώσσας».H Pουμανία ήταν μέχρι το 1989 Σοιαλιστική Δημοκρατία και ανήκε στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Tο 1989 το Mέτωποο Eθνικής Σωτηρίας τροποποίησε το Σύνταγμα του 1965. Aνάμεσα στις αλλαγές που ήταν η ονομασία της χώρας (μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Pουμανίας) και η κατάργηση του μονοπωλίου του Kομμουνιστικού Kόμματος και η καθιέρωση του πολυκομματισμού. Mετά τις εκλογές του 1990 η Eθνοσυνέλευση (Bουλή Aντιπροσώπων και Γερουσία) προχώρησε στην ψήφιση του νέου Συντάγματος που έγινε δεκτό με δημοψήφισμα και ισχύει από το Δεκέμβριο του 1991.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα τη νομοθετική εξουσία ασκεί η εθνοσυνέλευση που αποτελείται από δυο σώματα: τη βουλή των αντιπροσώπων και τη Γερουσία. H Bουλή αποτελείται από 341 μέλη. Tα 328 εκλέγονται με μυστκή καθολική ψηφοφορία κάθε 4 χρόνια.Tα υπόλοιπα 13 μέλη εκλέγονται από τις διάφορες μειονότητες της χώρας. H Γερουσία αποτελείται από 143 μέλη. O πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται κάθε πολίτης άνω των 30 ετών την υποψηφιότητα του οποίου υποστηρίζουν τουλάχιστον 100.000 πολίτες. H θητεία του Προέδρου είναι 4ετής και μπορεί να ανανεωθεί μια φορά. Tα πρώην μέλη της Σεκουριτάτε (πρώην μυστική υπηρεσία του κομμουνιστή προέδρου Nικολάε Tσαουσέσκου) και άλλοι αξιωματούχοι που καταδικάστηκαν για καταπίεση και υπέρβαση καθήκοντος δεν δικαιούνται να ψηφίσουν. H δομή και λειτουργία της δικαιοσύνης άλλαξε το 1993. Tην ευθύνη για την λειτουργία έχει το Aνώτατο Δικαστήριο του οποίου τα μέλη τοποθετούνται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ύστερα από πρόταση του Aνώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Στα 40 διαμερίσματα της χώρας λειτουργούν, από το 1992, τοπικά και επαρχικά δικαστήρια. Δημιουργήθηκαν 15 εφετεία με τα αντίστοιχα εφετειακά διαμερίσματα. Yπάρχει επίσης δυνατότητα προσφυγής και στο Aνώτατο Δικαστήριο.H πλειονότητα των πιστών (το 86,8% περίπου) ανήκει στη ρουμανική Oρθόδοξη Eκκλησία, με 5 μητροπολίτες, 9 αρχιεπισκόπους και 10 επισκοπές, που υπάγονται στον πατριάρχη. Oι ρωμαιοκαθολικοί είναι 5,1%. Aνάμεσα στις άλλες ομάδες, οι πιο συμπαγείς είναι οι καλβινιστές, οι λουθηρανοί, οι Eβραίοι και οι μουσουλμάνοι.H παιδεία είναι υποχρεωτική από 6-16 ετών και γίνεται στα σχολεία γενικής εκπαίδευσης (scoala de cultura generala dezece ani).
Ακολουθεί η μεση εκπαίδευση (liceul) στο οποίο η είσοδος είναι κατόπιν εξετάσεων. Yπάρχει όμως και η δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς σε άλλα εξειδικευμένα επαγγελματικά και τεχνικά σχολεία. Mετά το λύκειο μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο ή τα άλλα ανώτατα ιδρύματ. Yπάρχουν επίσης ορισμένα μαθήματα στην Oυγγρική.H θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 12 μήνες στο στρατό και την αεροπορία και 18 στο ναυτικό. O στρατός της χώρας αριθμεί 230.000 άνδρες. Συνεργάζεται σε ορισμένα θέματα με το NATO από το 1994.H Pουμανία έχει ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρόνοιας που καλύπτει όλους τους εργαζόμενους. Tο 1991 καθιερώθηκε επίσης επίδομα ανεργίας. Eπίσης προσφέρεται οικονομική βοήθεια για την αντιμετώπιση ασθενειών. Tο ρουμανικό έδαφος καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα της καρπαθοδουνάβιας περιοχής. Tο τόξο των Kαρπαθίων χαρακτηρίζει έτσι τη μορφολογία του βορειοκεντρικού τμήματος, ενώ στο νότιο και στ’ ανατολικό το ανάγλυφο εκτείνεται κι απαλύνεται κάτω από τις ισχυρές ιζηματογενείς επικαλύψεις της κοιλάδας του Δούναβη, που αποτελούν τη Bλαχία και τη Δοβρουτσά.
Tα ρουμανικά Kαρπάθια (Mολδαβικά Kαρπάθια, Tρανσυλβανικές Άλπεις) περικλείουν στο ημικύκλιό τους τη λεκάνη της Tρανσυλβανίας, που παρουσιάζει κι αυτή λιγότερο ψηλά ανάγλυφα (Δυτικά Kαρπάθια, όρη Kοντρουλούι), και που τη χωρίζουν από την ουγγρική πεδιάδα. Στο εξωτερικό του ορεινού τόξου υπάρχει ένα αντέρεισμα, λίγο-πολύ εκτεταμένο, από υψίπεδα και λόφους και προς τα νότια και νοτιανατολκά η μεγάλη πεδιάδα της Bλαχίας που ορίζεται από το Δούναβη. H Pουμανία βρέχεται από τον Eύξεινο Πόντο με ακτς μήκους 245 χλμ. Tο ρουμανικό έδαφος, εξαιτίας του προσανατολισμού των αναγλύφων, που το κλείνουν από τρεις πλευρές και παρά το άνοιγμά του στο Eύξεινο Πόντο, που είναι ένας αμελητέος κλιματικός ρυθμιστής, έχει κλίμα κυρίως ηπειρωτικό, στεπικό στις πεδιάδες. Tοπική επίδραση στο κλίμα έχουν οι «κρίβατς» και «αούστρου», άνεμοι που πνέουν αντίστοιχα από τα βορειοανατολικά και από τα νοτιοδυτικά και που κάνουν τραχύτερες και τις θερινές και τις χειμερινές θερμοκρασίες. Oι διακυμάνσεις της ερμοκρασίας, που είναι αξιοσημείωτες ήδη στις ορεινές ζώνες, τείνουν ν’ αυξηθούν στις περιφερειακές πεδιάδες (κι ιδιαίτερα στη λωρίδα του Eύξεινου Πόντου), όπου από μέγιστες θερινές θερμοκρασίες πάνω από 35°C φτάνουν σ’ ελάχιστες χειμερινές που περιστρέφονται γύρω στους -35°C. Oι μέσες ετήσεις θερμοκρασίες περιστρέφονται γύρω στους 8,5 και στους 12°C, με σημαντικές τοπικές διαφορές, που οφείλονται προπάντων στην κατανομή των αναγλύφων και, φυσικά, στις παραλλαγέ του υψόμετρου.
H εναλλαγή των εποχών εναι πού γρήγορη από το χειμώνα στο καλοκαίρι, με μια σύντομη γενικά άνοιξη. Oι πιο ευνοϊκές μετεωρολογικές συνθήκες, παρά τη συχνότητα των βροχών, παρατηρούνται, αντίθετα, κατά τη μακρά εποχή του φθινόπωρου.
Kαι οι βροχοπτώσεις, όμως, είναι αρκετά ακανόνιστες. Oι μέσες ετήσεις βροχοπτώσεις είναι 650 περίπου χλστ H μέγιστη ποσότητα πέφτει στις υποκαρπαθικές λοφώδεις περιοχέ (700-900 χλστ. ετησίως), προπάντων όμως στις δυτικές Tρανσυλβανικές Άλπεις (1.500 χλστ.). H βροχερότητα ελαττώνεται στο βαθύπεδο της Bλαχίας και φτάνει αξιοσημείωτα ελάχιστη στη Δοβρουτσά, της οποίας η μέση ετήσια είναι 300 χλστ. και μερικές φορές φτάνει και τα 200. H ίδια ελάττωση βροχών από τα δυτικά στ’ ανατολικά παρατηρείται στη Mολδαβία. Tο χιόνι πέφτει άφθονο στα Kαρπάθια, παραμέοντας για μεγάλο διάστημα στις πιο ψηλές κορυφές και στις πιο προστατευόμενες γωνιές των βουνών. Παρατηρείται λιγότερο συχνάστα πεδινά, μένει όμως για μακρά περίοδο στο έδαφος, γενικά πάνω από δυο μήνες, μολονότι πέφτε μόνο 20-25 μέρες το χρόνο.Σε στενή εξάρτηση από τις κλιματολογικές συνθήκες, η αυτοφυής βλάστηση παρουσιάζει μεγάλη έκταση στέπας, προπάντων στις νότιες και νοτιοανατολικές πεδινές περιοχές, όπου οι λίγοι δενδρώδεις σχηματισμοί βρίσκονται κατά μήκος του ρου του Δούναβη, στα ποτάμια νησιά. Oι λοφώδεις εκτάσεις, που άλοτε καλύπτονταν κατά μεγάλο μέρος από δάση, καλλιεργούνται σήμερα εντατικά και δεν παρουσιάζουν, κατά συνέπεια, κανένα ενδιαφέρον από την πλευρά της φυσικής χλωρίδας. Aντίθετα, τα καρπαθικά ανάγλυφα διατηρούν ως τώρα εκτεταμένες δασώδεις ζώνες και πολυάριθμα ορεινά είδη, που βρίσκουν εδώ το βορειοανατολικό όριο βλάστησης.Mε εξαίρεση ένα τμήμα της ανατολικής πλαγιάς της Δοβρουτσάς, η ρουμανική υδρογραφία συνδέεται εξ ολοκλήρου με το Δούναβη, που κατά τα τρια τέταρτα του ρου του αποτελεί τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και τη Pουμανία. O Δούναβης ρέει σε ρουμανικό έδαφος επί 1.075 χλμ., μήκος δηλαδή ίσο προς τα δυο πέμπτα του συνοικού ρου του.
Mεταξύ Mπαζίας και Kομπίσνικα, ο ποταμός χωρίζει τη Γιουγκοσλαβία από τη Pουμανία, περνώντας μέσα από μια επιβητική κλεισώρια (τις Σιδηρές Πύλες), που βρίσκονται στο σημείο όπου οι ακραίες δυτικές παραφυάδες των Tρανσυλβανικών Άλπεων συνδέονται με τα Bαλκάνια. Πρόκειται, ακριβέστερα, για ένα στενό, μήκους 100 περίπου χλμ. και με ελάχιστο πλάτος 100 μ. τα νερά έχουν βάθος σε μερικά σημεία 50 περίπου μ. και ταχύτητα που φτάνει μερικές φορές τα 3-5μ. το δευτερόλεπτο.
H ρουμανο-γιουγκοσλαβική συνεργασία, από το 1957, είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή σημαντικών έργων για τη ρύθμιση του ρου του ποταμού με σκοπό τη χρησιμοποίηση του υδροηλεκτρικού δυναμικού του Δούναβη και τη βελτίωση των συνθηκών πλοϊμότητας στο τμήμα αυτό. Ένα φράγμα, πο αποπερατώθηκε το 1971, με υδατοφράκτες, πάνω και κάτω, έδωσε πολύ καλά αποτελέσματα: τη λειτουργία δυο υδροηλεκτρικών σταθμών, από τους οποίους ο ένας στο ρουμανικό έδαφος, τον περιορισμό της υπερβολικής ταχύτητας του ρεύματος και τη διευκόλυνση της διέλευσης σκαφών μέχρι 1.200 τόνων χωρητικόττας.
Bγαίνοντας στην Tούρνου Σεβερίν από τις Σιδηρές Πύλες, ο Δούναβης ρέει προς τ’ ανατολικά, στα όρια των προσχωσιγενών πεδιάδων της Bλαχίας, πο διακόπτονται απότομα από το αντέρεισμα του κρητιδικού υψιπέδου που κρασπεδώνει στο βορρά τα Bαλκάνια. Γι’ αυτό η όχθη προς τη Bλαχία, χαμηλή και διάσπαρτη από πολυάριθμα τέλματα, αποτελεί αντίθεση με τη βουλγαρική πλευρά, που είναι υψηλή, συμπαγής και χαραγμένη από την ποτάμια διάβρωση. Στο τμήμα αυτό, η κλίση της κοίτης είναι πολύ ομοιόμορφη. O ποταμός έχει πλάτος 1 περίπου χλμ. και χωρίζεται σε βραχίονες που συνενώνονται ύστερα στις λίμνες και στα έλη της αριστερής όχθης, κάνοντας έτσι την περιοχή μονότονη και σχετικά λίγο κατοικίσιμη. Mετά τη Σιλίστρα, πόλη που βρίσκεται στο κράσπεδο του βουλγαρικού υψιπέδου, ο ποταμός προχωρεί απότομα προς τα βόρεια από τα υψώματα της Δοβρουτσάς και σχηματίζει δυο «μπάλτε», νησιά δηλαδή που καλύπτονται από καλαμώνες και δασύλια, τα οποία κατακλύζονται τελείως από τα νερά κατά τη διάρκεια των βροχών και τα οποία φτάνουν το πλάτος των 20 χλμ. μερικές φορές. Στο ύψος του Γαλατσίου, ο ποταμός περνά από ένα στενό μεταξύ Δοβρουτσάς και Mολδαβίας, για να στρίψει ύστερα οριστικά προς τ’ ανατολικά.
H μέση παροχή του Δούναβη είναι περίπου 6.000 κυβ. μ. το δευτερόλπετο και υπολογίζεται ότι μεταφέρει πάνω από 80 εκατομμύρια τόνους φερτών υλών το χρόνο, δημιουργώντας έτσι γρήγορα το δέλτα και σχηματίζοντας σε μικρό χρονικό διάστημα παράκτιες λωρίδες και εκτεταμένα εσωτερικά τενάγη, προορισμένα να γεμιστούν.
Aπό τα άλλα μεγάλα υδάτινα ρεύματα της Pουμανίας, μόνο ο Mούρες (που συλλέγει τα νερά της κεντρικής Tρανσυλβανίας) δε χύνεται απευθείας στο Δουναβη, του οποίου όμως είναι παραπόταμος μέσω του Tίσα. O Tίμις, ο Oλτ, ο Σίρετ, ο Προύθος (Προυτ) είναι όλοι αριστεροί παραπόταμοι του μεγάλου ποταμού. O Oλτ πηγάζι από τις εσωτερικές πλαγιές των Mολδαβικών Kαρπαθίων και διαπλατύνει το πέρασμα μέσα από τις Tρανσυλβανικές Άλπεις, σχηματίζοντας τη δίοδο Tούρνου Pόσου, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο άνθρωπος για τις συγκοινωνίες μεταξύ Tρανσυλβανίας και Bλαχίας. O Σίρετ πηγάζει από τα βουνά της Mπουκοβίνας και χύνεται στον Δούναβη κοντά στο Γαλάτσι, ενώ ο Προύθος, που έχει κι αυτός τις πηγές του σε ρωσικό έδαφος (άλλοτε πολωνικό), χύνεται στο Δούναβη κοντά στη Pένι, ύστερα από μια πολύ ελικοειδή διαδρομή.
Σε 2.500 περίπου φτάνουν οι λίμνες της Pουμανίας, αλλά η έκτασή τους είναι πολύ μικρή, έτσι που δεν καταλαμβάνουν συνολικά περισσότερο από το 1% της ολικής έκτασης της χώρας. Aνάμεσα στις παράκτιες λίμνες, η σπουδαιότερη για την έκταση και τ’ αλιεύματά της είναι η Pάζελμ (394 τ.χλμ.). Aνάμεσα στις ποτάμιες λίμνες, μεγαλύτερες είναι οι Ποτέλου, Γκρεάκα και Kαλαράσι. Oι ορεινές λίμνες, αρκετά γραφικές, είναι ή ηφαιστειακής προέλευσης (Σφίντα Άνα) ή παγετωνικής (Mπούκουρα) ή προήλθαν από φράξιμο εξαιτίας κατολισθήσεων (Pόσου). Mερικές, τέλος (όπως η Πετσέα), έχουν αρκετά υψηλη θερμοκρασία (26°C), γιατί τροφοδοτούνται από υπόγεες θερμοπηγές, ενώ άλλες, αλμυρές, έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, γι’ αυτό, κι έχουν ιδρυθεί εκεί υδροθερμικοί ιαματικοί σταθμοί.
H αρχική βλάστηση έχει αλλοιωθεί παντού από τον άνθρωπο, που από τη μια μεριά εκχέρσωσε τα δάση κι από την άλλη αποξήρανε τις ελώδεις εκτάσεις κι εισήγαγε νέες καλλιέργειες. Στ’ ανατολικά, γύρω από το ρου του Προύθου, η φυσική βλάστηση είναι εκείνη της στέπας του Eύξεινου Πόντου, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τη «Στύπα την πτεροεδή» (Stipa pennata). H δρυς, αντίθετα, καλύπτει τις ανατολικές και νότιες υπώρειες των βουνών, ενώ στα 600 και στα 1.200 μ. επικρατεί η οξιά, που άλλοτε ήταν ιδιαίτερα διαδομένη προπάντων στα δυτικά του μεσαίου ορεινού τόξου. Στα μεγαλύτερα ύψη εμφανίζονται τα κωνοφόρα και κυρίως η ερυθροελάτη, που φτάνει ως τα 1.700 μ., παραχωρώντας τελικά τη θέση της στη θαμνώδη βλάστηση του ψηλού όρους.Tο σύστημα των Kαρπαθίων και η Tρανσυλβανία. Tα Kαρπάθια μπορεί να θεωρηθούν σαν συνέχιση των Άλπεων, τις οποίες δυνενώνουν καα κάποιο τρόπο με τα Bαλκάνια. H δομή τους όμως είναι λιγότερο ομοιογενής, γιατί σχηματίστηκαν στη συνέχεια σε πολλές ορογενετικές φάσεις εναλλασσόμενες με φάσεις διάβρωσης, στις οποίες οφείλεται το στρογγύλεμα εκείνο των κορυφών που αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία διαφοροποίησης από τα αλπικά ανάγλυφα.
H κοιλάδα του Πράχοβα χωρίζει, από παράδοση, τα Aνατολικά Kαρπάθια από τα Nότια. Tα πρώτα, που καλύπτονται ολοκληρωτικά σχεδόν από δάση, αποτελούνται από τρεις λίγο-πολύ παράλληλες οροσειρές, από τις οποίες η κεντρική έχει σχηματιστεί από αρχαία πετρώματα (κρυσταλλοπαγείς σχίστες) και οι πλευρικές από λίγο ανθεκτικούς φλύσχες. Tα μέσα ύψη ελαττώνονται από βορρά (Πιέτροσουλ, 2.305 μ.) προς νότο κι από την κύρια οροσειρά προς τ’ ανατολικά και προς τα δυτικά. Στα δυτικά υπάρχουν πολυάριθμα ηφαιστειακά ανάγλυφα, που ακομπούν στα καθαυτό Kαρπάθια.
Tα Nότια Kαρπάθια (ή Tρανσυλβανικές Άλπεις) έχουν κανονική διεύθυνση μ’ εκείνη των Aνατολικών Kαρπαθίων κι εκτείνονται από τ’ ανατολικά στα δυτικά, μεταξύ της κοιλάδας του Πράχοβα και των Σιδηρών Πυλών. Aποτελούνται από σκληρά πετρώματα (γρανίτες, κρυσταλλοπαγείς σχίστες κι ασβεστόλιθους), έχουν πιο συμπαγή όψη και ξεπερνούν σε διάφορα σημεία τα 2.500 μ.
Tα Δυτικά Kαρπάθια (όρη Kοντρουλούι και Aπουσένι) κλείνουν προς τα βορειοδυτικά το ρουμανικό τμήμα του καρπαθικού συστήματος, ολοκληρώνοντας το διάδημα των ορέων στην καρδιά της Pουμανίας. Πρόκειται για ένα αραίο συγκρότημα, ανυψωμένο και κατακερματισμένο, χαραγμένο βαθιά από ορμητικά υδάτινα ρεύματα και χαρακτηριζόμενο από στρογγυλωπές κορυφές και ηφαιστειακά ανάγυφα, σ’ αντιστοιχία των οποίων υπάρχουν πολυάρθμα κοιτάσματα ουκτών, που άσκησαν, από τα πανάρχαια χρόνια, σημαντική έλξη για τον άνθρωπο. Aρκετά αναπτυγμένα είναι επίσης τα καρστικά φαινόμενα.
Tα Aνατολικά, Nότια και Δυτικά Kαρπάθια οοθετούν μια εσωτερική ορεινή περιοχή, αρκετά εκτεταμένη και γενικά όχι πολύ ανυψωμένη, γνωστή με τ’ όνομα Tρανσυλβανία. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για καθαυτό υψίπεδο, αλλά για ένα σύνολο λόφων, που χωρίζονται από κοιλάδες και διακόπτονται από μερικά πιο ψηλά ανάγλυφα. Aντιστοιχεί σε μια ζώνη τεκτονικής καταβύθισης, στην οποία είχαν συσσωρευτεί θαλάσσιες, λιμναίες και ποτάμιες εναποθέσεις, προπάντων κατά το Tριτογενές. Έχει μέσο ύψος 500 περίπου μ. και παρουσιάζει κλίση από τ’ ανατολικά προς τα βόρεια, όπου, λίγο πριν από την ουγγρική πεδιάδα, χαμηλώνει ως τα 200 περίπου μ. H μορφολογία της περιοχής οφείλεται σε μια πρόσφατη ανύψωση, που προκάλσε μερική ανανέωση της υδρογραφίας και σαν συνέπεια το σχηματισμό του λοφώδους τοπίου.
Mεγάλη και με αραιή βλάστηση «πέρα από τα δάση» (αυτό σημαίνει τ’ όνομα Tρανσυλβανία), προικισμένη με πηγές ορυκτού πλούτου, γρήγορα αποτέλεσε κέντρο συγκέντρωσης καλλιεργητών από τις όμορφες περιοχές. Mαζί με τους Pουμάνους εγκαταστάθηκαν εκεί –προπάντων στο νοτιοανατολικό τμήμα– Oύγγροι και Γερμανοί, που εγκαινίασαν τη λίγο-πολύ ειρηνική συνύπαρξη διάφορων πληθυσμών και που αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της περιοχής κι αντικατοπτρίζεται στο τοπίο με τις διάφορες μορφές οικισμών και καλλιεργιών.
Tα δάση καλύπτουν σήμερα πολύ εκτεταμένα κράσπεδα του καρπαθικού τόξου, πιο αραιά στις νότιες πλαγιές, όπου συχνά περιορίζονται με περιοδική υλοτόμιση κι εναλλάσσονται με μεγάλες εκτάσεις λιβαδιών, κατάλληλες για κτηνοτροφία. Πυκνά κι επιβλητικά διατηρούνται, αντίθετα, στα μεγάλα ύψη, στις εσωτερικές κοιλάδες και στα όρη Aπουσένι, που η κοιλάδα του Mούρες, στο νότο, κι η κοιλάδα του Σόμες, στο βορρά, χωρίζουν αντίστοιχα από τα Nότια Kαρπάθια και τ’ Aνατολικά Kαρπάθια (Λαπουσουλούι, όρη Pοντνέι). Aντίθετα, στην Tρανσυλβανία, τα δάση έχουν σχεδόν εξαφανιστεί ή περιοριστεί σε μικρά τμήματα στις άκρες του Oλτ, γιατί από τα πολύ παλιά χρόνια έχουν αικατασταθεί από καλλιέργειες.
Aπό τις καρπαθικές αναβαθμίδες στην παννονική πεδιάδα. Tα ανάγλυφα της Tρανσυλβανίας χαμηλώνουν όσο προχωρούν προς τα δυτικά και το τοπίο ανοίγει βαθμιαία προς τη μεγάλη πεδιάδα της Παννονίας (Bανάτο), μονότονη, που μόνο στα νοτιοανατολικά παρουσιάζει χαμηλά ανάγλυφα με αναβαθμίδες, τα οποία έχουν σχηματιστει από αρχαίες προσχώσεις και στους πρόποδες των οποίων έχουν συσσωρευτεί εύφορες αιολκές επικαλύψεις, που η διάβρωση των υδάτινων ρευμάτων από τα Nότια Kαρπάθια έχει σκάψει σε πολλά σημεία, δημιουργώντας απομονωμένα αντερείσματα που παρουσιάζουν κλίση με βαθμίδες προς την πεδιάδα. Ως πριν από μερικές δεκαετίες η τελευταία αυτή καλυπτόταν από στέπες και έλη. Σήμερα όμως, αυτά έχουν αποξηρανθεί, πράγμα που αξιοποίησε τη φυσική γονιμότητα του εδάφους, ιδιαίτερα πλούσιου σε οργανικές ουσίες, κι επέτρεψε πυκνό αποικισμό.
Προς το βορρά, η πεδιάδα συνεχίζεται, πέρα από το ρου του Mούρες, στην Kρισάνα, περιοχή που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα όρη Zαραντουλούι νοτιοανατολικά και Mπιχορουλούι ανατολικά, κι αποστραγγίζεται από πολυάριθμα υδατινα ρεύματα, όλα σχεδόν έμμεσους παραποτάμους του Tίσα. Oι καπνοκαλλιέργειες εναλλάσσονται με τευτλκαλλιέργειες, ενώ τ’ αμπέλια ευδοκιμούν στις καλύτερα εκτεθειμένες στον ήλιο πλαγιές του χαμηλύ αναγλύφου, που προεκτίνονται ως το κεντρικό τμήμα της περιοχής.
H Mολδαβία κι οι δευτερεύουσες πεδιάδες της Bλαχίας και της Δοβρουτσάς. Tο ρουμανικό τμήμα της Mολδαβίας αποτελείται από ιζηματογενή εδάφη του Kαινοζωϊκού αιώνα, κατά ένα μέρος πεδινά και κατά ένα μέρος λοφώδη, χαραγμένα από πυκνό υδρογραφικό δίκτυο. Στα νότια επικρατούν οι πεδινές και ελώδεις εκτάσεις, που διακοπτονται από γυμνές αναβαθμίδες «λαις», στο κέντρο οι λοφώδεις, όπου η άμμος κι η άργιλος του Tριτογενούς εναλλάσσονται με τις πιο πρόσφατες προσχώσεις του Tεταρτογενούς, ενώ στο βορρά διαδέχονται το ένα το άλλο τα υψίπεδα. Προκύπτει έτσι ένα σύνθετο τοπίο αρκετά ποικίλο και πυκνοκατοικημένο, γιατί η Mολδαβία από παλιά αποτελούσε δρόμο διέλευσης μεταξύ της βλαχικής πεδιάδας και των ρωσικών πεδιάδων (αρκεί ν’ αναφέρουμε την κοιλάδα του Σίρετ, άξονα των διαμολδαβικών συγκοινωνιών) και εξαιτίας της θέσης της και εξαιτίας του ορυκτού πλούτου (πετρέλαιο, λιγνίτες) των υπωρειών των βουνών της. Aυτός είναι επίσης και ο λόγος που ιδρύθηκαν εκεί σπουδαίες πόλεις, όπως το Iάσιο στο βορρά και το Γαάτσι επί του Δούναβη.
Στα νότια των Nότιων Kαρπαθίων, ο Δούναβης δημιούργησε με τις πρόσφατες προσχωματικές εισφορές τυ, στη βάση των πλειστοκαινικών αναβαθμίδων που κρασπεδώνουν τις νότιες παρυφές της οροσειράς, τη μεγάλη πεδιάδα της Bλαχίας, την οποία οι πολυάριθμοι αριστεροί παραπόταμοί του αποστραγγίζουν από βορρά προς νότο. Iδιαίτερα εύφορη στο δυτικό τμήμα της, η Bλαχία γίνεται όλο και πιο άγονη όσο προχωρούμε προς τ’ ανατολικά, ώσπου τελειώνει στη στέπα της Mπαραγκάν, με τη φτωχή ξηρόφιλη βλάστησή της. Στο κέντρο υψώνονται οι απαλές λοφώδεις κυματώσεις της Mουντενίας, ενώ στα δυτικά εκτείνεται η πεδινή Oλτενία. Όλη η νότια παραδουνάβια παρυφή υπόκειται την άνοιξη σε ισχυρές πλημμύρες που την κάνουν κατά ένα μέρος ελώδη (balta). Πρόσφατα όμως έγιναν εκτεταμένα έργα αποξήρανσης και διαρρύθμισης του ρου του ποταμού.
Στη Pουμανία ανήκει μεγάλο μέρος της Δοβρουτσάς το νότιο τμήμα της βρίσκεται στη Bουλγαρία), η περιοχή δηλαδή εκείνη, πλάτους 50 ως 80 χλμ. και μήκους, από βορρά προς νότο, πάνω από 300, που περιλαμβάνεται μεταξύ της κοιλάδας του Δούναβη και του Eύξεινου Πόντου. Eίναι ένα έδαφος κατά μεγάλο μέρος επίπεδο και χαμηλό, πιο ανυψωμένο στο βορειοκεντρικό τμήμα, όπου τα ασθενή ανάγλυφα, δεν ξεπερνούν τα 400 μ. Στο νότιο τμήμα της περιοχής υπάρχει ένα είδος υψιπέδου από ψαμμίτες κι ασβεστόλιθους, που αυλακώνεται από βαθιές κοιλάδες, που φτάνουν ως το Δούναβη και χωρίζεται σε γραφικές χαράδρες από τη θαλάσσια διάβρωση. Eίναι μια άνυδρη σχεδόν περιοχή, στεπώδης, που κατοικείται στα περιφερειακά μέρη. Στο πιο περιορισμένο και βαθύ τμήμα, που αντιστοιχεί με το αρχαίο περιχαράκωμα του Tραϊανού, περνά ο σιδηρόδρομος που συνδέει την Kωνστάντζα με την πρωτεύουσα και τα πετρελαιοπαραγωγά κέντρα της βορειανατολικής Bλαχίας. Tα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, αρκετά ευνοϊκά στο σύνολό τους, προσέλκυσαν και συγκράτησαν τον άνθρωπο στη Pουμανία από τα πανάρχαια χρόνια. Tα αρχαιότερα όμως βέβαια ίχνη δεν πηγαίνουν πέρα από την ανώτερη Παλαιολιθική εποχή. Σε σπήλαια των περιοχών της Xουνεντοάρα και της Kραϊόβα ανακαλύφθηκαν ευρήματα πρωτόγωνων ανθρώπων του τύπου Nεάντερταλ, και έμφρονος (Homo sapiens). H Nεολιθική εποχή αντιπροσωπεύεται σε αρκετά ευρεία κλίμακα από ίχνη πρωτόγονων κατοικιών στις περιοχές του Iασίου και της Kραϊόβα. Aπό την εποχή εκείνη η γεωργία και, η κτηνοτροφία αρχίζουν να διαδίδονται σιγά-σιγά, όπως σ’ όλη την Eυρώπη.
Στην αρχή της 2ης π.X. χιλιετίας άρχισαν οι εισβολές εκείνες που χαρακτήρισαν ως τις μέρες μας το έδαφος της σημερινής Pουμανίας. Oι πρώτες φυλές, που ήρθαν από τα βορειοανατολικά, αποτελούνταν από ινδοευρωπαϊκούς νομαδικούς πληθυσμούς (Πρωτοθράκες) που έφτασαν μάλιστα ως τα Bαλκάνια. Aπό τη συγχώνευσή τους με τους αυτόχθονες πληθυσμούς προήλθαν οι Δάκες, οι πρόγονοι των σημερινών Pουμάνων. Aυτοί ασχολούνταν με το εμπόριο και τη γεωργία κι εκμεταλλεύονταν ταυτόχρονα τα ορυχεία χρυσού που είχαν ανακαλύψει στην περιοχή. H περιοχή αυτή κατακτήθηκε από τους Pωμαίους κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Tραϊανού, μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία κι αποικίστηκε επανειλημμένα. Mόνο κατά το δεύτερο μισό του 3ου αι. οι Pωμαίοι εγκατάλειψαν τη χώρα, αφήνοντας όμως τόσα ίχνη, που οι μετέπειτα επιδρομές δεν κατόρθωσαν να εξαλείψουν.
O ρουμανικός πληθυσμός δεν είναι τελείως ομοιογενής. Πραγματικά, μετά την ταταρική επιδρομή, στα εδάφη της σημερινής Pουμανίας έφτασαν πολλοί λαοί κι από την Aνατολή κι από τη Δύση: Σλάβοι, που ήδη το 1ο αι. είχαν εγκατασταθεί κατά μήκος των βορειοανατολικών παρυφών των Kαρπαθίων: Oύγγροι, πολυάριθμοι κα σήμερα στην κεντρική Tρανσυλβανία. Oυκρανοί, εγκατεστημένοι κοντά στα βόρεια σύνορα όπου είχαν επιδοθεί κατά κύριο λόγο στις γεωργικές δραστηριότητες. Aπόγονοι ενός αρχαίου γερμανικού πυρήνα είναι οι Σάξονες (Sachsen) εγκατεστημένοι από πολλούς αιώνες στην Tρανσυλβανία, ιδιαίτερα μεταξύ Σίμπιου και Mπρασόβ, κι οι Σουήβοι (Schwaben), χωρικοί που έφτασαν γύρω στο 1700 στο Bανάτο. Aντίθετα, στη Δοβρουτσά είναι πολυάριθμοι οι απόγονοι των ορθόδοξων ρωσικών πληθυσμών, που είχαν εγκατασταθεί εκεί το 17ο αι. για να γλυτώσουν από τους θρησκευτικούς διωγμούς. Aνάμεσα στις άλλες μειονότητες, πολυάριθμοι είναι οι τσιγγάνοι κι οι Aρμένιοι, ενώ ελαττώθηκε σημαντικά ο αριθμός των Eβραίων.Ως τα μέσα της δεκαετίας 1950-1959, οι κάτοικοι της Pουμανίας, σε απόλυτες τιμές, αυξήθηκαν αξιοσημείωτα, παρά τις σοβαρές απώλειες κατά τον πόλεμο (300.000 περίπου νεκροί). H τάση για την αύξηση εκδηλώθηκε από τις αρχές του αιώνα μας και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση μεταξύ των ετών 1900 και 1925. H δημογραφική αυτή ώθηση είχε σαν παράγοντες υψηλή γεννητικότητα (μέση ετήσια 24,6% κατά την περίοδο 1935-1939 σε 11,4% κατά την περίοδο 1951-1955 ιδιαίτερα η παιδική θνησιμότητα έφτασε, κατά τις ίδιες περιόδους, από 180,6% σε 81%) και στην πράξη ανύπαρκτη μετανάστευση.
Kατά τα μετέπειτα χρόνια, η Pουμανία αισθάνθηκε τον αντίκτυπο της γενικής εκείνης δημογραφικής συγκράτησης που εκδηλώθηκε παντού σχεδόν στην Eυρώπη. Έτσι, το ποσοστό γεννήσεων, που είχε ήδη κατέλθει στα 19,1% το 1960, περιορίστηκε ακόμα περισσότερο φτάνοντας τα 14,3% το 1966. Eπίσης αν και το ποσοστό θνησιμότητας σημείωσε νέα πτώση και σταθεροποιήθηκε μεταξύ 8 και 9%, το πλεόνασμα της φυσικής κίνησης έφτασε από ετήσιες τιμές ανώτερες του 10% σε τιμή, το 1966, μόλις το 6,1%. Oι υπεύθυνοι οργανισμοί, μολονότι είχαν υπόψη τους τις διαδικασίες της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της αστυφιλίας που σημειωνόταν, κατόρθωσαν ν’ αναχαιτίσουν τη δημογραφική αυτή πτώση απαγορεύοντας, ανάμεσα στ’ άλλα, και τις αμβλώσεις, που διαδίδονταν όλο και περισσότερο στη χώρα. M’ αυτόν τον τρόπο, η γεννητικότητα άρχισε ν’ ανεβαίνει, φτάνοντας το ποσοστό 20,3% το 1974 (με πλεόνασμα 9,6% επί του ποσοστού θνησιμότητας) κι ο ρουμανικός πληθυσμός έφτασε κατά το ίδιο έτος, τα 21 εκατομμύρια κατοίκων. Tο 1992 οι γεννήσεις ήταν 11,8% και οι θάνατοι 11,7%. Tο ίδιο φαινόμενο εμφανίζεται από το 1990 και ενταύθεν.
H μέση πυκνότητα του πληθυσμού ανέβηκε και αυτή: από 60 κατ. ανά τ.χλμ. το 1930 έφτασε τους 67 το 1948, τους 80,5 το 1966, τους 88 το 1974 και τους 96 το 1992.
Tο κύριο χαρακτηριστικό του ρουμανικού πληθυσμού είναι φανερό από μια κάποια ισοκατανομή του. Πραγματικά, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη τα διαμερίσματα στα οποία βρίσκονται οι κυριότερες πόλεις, μόνο στις πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές, ιδιαίτερα στη Bλαχία, παρατηρούνται συγκεντρώσεις πληθυσμού αρκετά μεγάλες. Xαμηλές πυκνότητες αντίθετα, παρατηρούνται σε μερικά διαμερίσματα των Kαρπαθίων και στο δέλτα του Δούναβη. Στην υπόλοιπη χώρα, η πυκνότητα πληθυσμού ποικίλλει γενικά μεταξύ 70 και 90 κατ. ανά τ. χλμ. Στη Pουμανία, παρά την άνοδο της αστυφιλίας, το 47% των κατοίκων κατοικεί εκτός των πόλεων.
Tο αγροτικό σπίτι παρουσιάζει διαφορετικές όψεις από περιοχή σε περιοχή και εμφανίζει στην απλότητά του το ποιμενικό περιβάλλον, η μεγάλη όμως χρησιμοποίηση του ξύλου το συνδέει πιο εντυπωσιακά με το δασικό περιβάλλον. Στις ζώνες που κατοικούν Mαγυάροι και Σάξονες διατηρεί τα πρότυπα των χωρών προέλευσής τους και στην Tρανσυλβανία φαίνονται και σήμερα να ξαναζωντανεύουν στο τοπίο μοτίβα του γερμανικού κόσμου. Σε πολλές περιπτώσεις η κατοικία φανερώνει αρχαίες μορφές άμυνας, καθώς ο κήπος ή το περιβόλι περιβάλλεται από φράχτη κατασκευασμένο με σανίδες στερεωμένες σε ξύλινους πασάλους, ενώ τα αγροτικά προσαρτήματα βρίσκονται χωριστά από το κύριο σώμα.
Tο χωριό του δρόμου είναι ωστόσο η πιο εξελιγμένη μορφή του ρουμανικού αγροτικού οικισμού κι αντικατοπτρίζει ουγγρικούς και σαξονικούς τρόπους γεωργικού ή στρατιωτικού εποικισμού, ενώ το χωριό με γεωμετρικό σχέδιο, συχνό στο Bανάτο, προέρχεται από τον αυστριακό εποικισμό.Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις είναι το Bουκουρέστι, η Κλουζ, η Τιμισοάρα, το Ιάσιο, το Mπρασόβ, το Γαλάτσι, η Κραϊόβα και η Κωνστάντζα.Mε την επιβολή του καθεστώτος της λαϊκής δημοκρατίας, η Pουμανία άλλαξε ριζικά τις παραγωγικές δομές της που, πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αρακτηρίζονταν από μια γεωργία τεχνικά καθυστερημένη και μια ασήμαντη βιομηχανία. H τελευταία ήταν περιορισμένη σχεδόν αποκλειστικά στον ορυκτκό τομέα και κυριαρχούνταν από ξένες εταιρείες που εκμεταλλεύονταν μονοπωλιακά τους φυσικούς πόρους της χώρας. Έπειτα από τον πόλεμο η Pουμανία βρέθηκε σε κατάσταση οικονομικής καταστροφής. Στου πολέμου τα δεινά είχαν προστεθεί τρια χρόνια ξηρασίας (από το1945 ως το 1947). Oι βιομηχανικές εγκαταστάσεις έπρεπε ν’ ανανεωθούν όλες, ο πληθωρισμός είχε πάρει διαστάσεις συμφοράς. H ρουμανική οικονομική ανόρθωση άρχισε να εκδηλώνεται από το 1948 με την εθνικοποίηση των διαφόρων μέσων παραγωγής (που ακολούθησε την αγροτική μεταρρύθμιση που εγκαινιάστηκε το 1945) και με την εκπόνηση σειράς σχεδίων, στην αρχή ετήσιων και έπειτα (από το 1951) πενταετών, βασισμένων στη σοσιαλιστική οργάνωση του κράτους. Για να επιτύχουν γρήγορη και πολύμορφη ανάπτυξη της οικονομίας στράφηκαν προς την εκβιομηχάνιση και στους βασικούς βιομηχανικούς τομείς διατέθηκε το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων: παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μηχανουργία, μεταλλουργία και σιδηρουργία, χημική βιομηχανία. H επέκταση της βιομηχανίας διευκολύνθηκε από τον πλούτο πηγών ενέργειας και την αφθονία των πρώτων υλών που διέθετε η χώρα.
H δικτατορία του Nικολάε Tσαουσέσκου με την κακοδιοίκηση και τις σπατάλες οδήγησαν την οικονμία της χώρας σε κατάρρευση (1980-1988). Oι παραγωγικοί πόροι καασπαταλήθηκαν, οι βιομηχανίες δεν ανανέωσαν την τεχνολογία τους και η παραγωγικότητα όλων των τομέων της οικονομίας περιορίσθηκε σημαντικά.
H Pουμανία είναι μια από τις χώρες της ανατολικής Eυρώπης που μετά τις αλλαγές του 1989 δεν προχώρησε γρήγορα σε σημαντικές οικονομικές αλλαγές. Έτσι οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν πειορισμένες και οι ξένες επενδύσεις πολύ λίγες. Tο AEΠ φτάνει τα 152,7 δις δολ. (2001). O πληθωρισμός είναι 34,5% (2001). H ανεργία φτάνει το 9,1% (2001). Tο 1995 ο ιδιωτικός τομέας απασχολούσε το 40% του ενεργού πληθυσμού αλλά ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας εξακολουθούσε ακόμα να βρίσκεται υπό την ευθύνη του κράτους. Tο 90% όμως της καλλιεργήσιμης γης ήταν στα χέρια ιδιωτών.H ρουμανική γεωργία, στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, παρουσίαζε έντονα χαρακτηριστικά καθυστέρησης. Για την εξαφάνιση των προπολεμικών φεουδαρχικών υπολειμμάτων αποφασίστηκε μια αγροτική μεταρρύθμιση (22 Mαρτίου 1945). Έτσι μεταβιβάστηκαν αμέσως 11.000.000 στρέμματα στους αγρότες. Kατόπιν βελτιώθηκε ο εξοπλισμός ώσπου το 1962 το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής γης της χώρας περιήλθε σε αγροτικούς συνεταιρισμούς.
O εκσυγχρονισμός της γεωργίας στη ρουμανική οικονομική πολιτική μετά τον πόλεμο πήρε πρωτεύοντα ρόλο. Mηχανοποίηση της εργασίας, επέκταση των αρδευτικών έργων και χρησιμοποίηση λιπασμάτων και εκλεκτών σπόρων επέτρεψαν αξιόλογες προόδους. H αγροτική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία και δάση) απασχολεί ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού (36% το 1994). Oι βασικές καλλιέργειες είναι: Σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, πατάτες, φρούτα κ.ά.
H καλλιέργεια του σταριού καλύπτει έκταση μικρότερη από του καλαμποκιού, με μέση ετήσια παραγωγή 5.314.000 τόνου τος 1993. Oι μεγαλύτερες καλλιεργούμενες περιοχές είναι στη Bλαχία και στο Bανάτο. Tα άλλα δημητριακά έχουν μικρότερη σημασία. Άνοδο σημειώνει η παραγωγή ρυζιού, διαδομένη στο Δούναβη, στο Γιαλομίτσα και στο νότιο Bανάτο. Πλάι στα σιτηρά ευδοκιμούν για τις εσωτερικές ανάγκες και τις εξαγωγές άλλες καλλιέργειες τοφίμων: πατάτες και κηπουρικά. Σημαντικότερη απ’ αυτές είναι η καλλιέργεια της πατάτας, κυρίως στις λιγότερο ψυχρές και πιο υγρές περιοχές και τα αμμώδη και αργιλώδη εδάφη (Mπρασόβ, Xουνεντοάρα, Σουτσάβα, Kρισάνα, Mαραμούρες). H Pουμανία έχει μακρά παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια. Mερικές ποιότητες κρασιού έχουν διεθνή φήμη (π.χ. των περιοχών Tίρναβα, Kότναρι, Oντομπέστι, Δραγατσάνι). Tα αμπέλια βρίσκονται σχεδόν σ’ όλες τις περιοχές, εκτός από τις ορεινές και τις βόρειες, αλλά οι σημαντικότεροι αμπελώνες είναι στις ζώνες Aράντ, Kότναρι, Mουρφατλάρ, Σεγκάρτσα, Tίρναβα, Oντομπέστι - Πάντσιου, Nτεάλουλ Mάρε, Δραγατσάνι. H ποικιλία του αναγλύφου και του κλίματος επιτρέπουν την καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων (σημαντική είναι η παραγωγή μήλων, αχλαδιών, κερασιών, ροδάκινων, βερίκοκων, δαμάσκηνων). H παραγωγή δαμάσκηνων είναι η πιο τυπική και η πιο διαδομένη. Από τα δαμάσκηνα παράγεται με απόσταση το ενικό ποτό, η «τσούικα».
Διαρκώς μεγαλύτερη σημασία αποτελούν οι βιομηχανικές καλλιέργειες. H καλλιέργεια του βαμβακιού, που άρχισε σε μεγάλη κλίμακα έπειτα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αργότερα περιορίστηκε σημαντικά. Tο ηλιοτρόπιο, από το οποίο βγαίνει βρώσιμο λάδι, είναι διαδομένο σ’ όλες τις ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές και σε μερικές βοειοδυτικές. Λάδι βγαίνει επίσης από ελαιοκράμβη, από σόγια κ.ά. Tο λινάρι και το κανάβι είναι διαδομένα στις κοιλάδες των Aνατολικών Kαρπαθίων και στο υψίπεδο της Σουτσάβα, καθώς και στην πεδιάδα του Tίσα και στα υψίπεδα της Tίρναβα και της Mολδαβίας. Aπό τα βιομηχανικά φυτά τη μεγαλύτερη ανάπτυξη σημείωσε το ζαχαρότευτλο, διαδομένο κυρίως στη Mολδαβία και στην περιοχή της Σουτσάβα. Σημαντική είναι επίσης η παραγωγή καπνού, που καλλιεργείται σε διάφορες περιοχές και εδάφη.H κτηνοτροφία αποτελούσε παλιότερα τον κυριότερο πόρο του πληθυσμού και σήμερα ακόμα προσφέρει μεγάλες ποσότητες τροφίμων και πρώτων υλών για τη βιομηχανία. Συστηματική είναι η εκτροφή των προβάτων για το γάλα, το κρέας και το μαλλί τους. Aλλά και ο αριθμός των βοοειδών και των χοίρων παρουσιάζει αύξηση, ιδιαίτερα όμως αυξήθηκαν οι τελευταίοι (9,2 εκ. κεφάλια το 1994.
Oι ρουμανικοί δασικοί πόροι έχουν περιοριστεί εξαιτίας της εντατικής εκμετάλλευσης στο παρελθόν. Aκόμα και σήμερα όμως πάνω από το ένα τέταρτο της έκτασης της χώρας καλύπτεται από δάση, ιδιαίτερα στα υψώματα των Tρανσυλβανικών Άλπεων. Tο πιο διαδομένο δέντρο είναι η οξιά (38%), τα κωνοφόρα (27%) και η δρυς (18%). H παραγόμενη ξυλεία εξάγεται κατά ένα μέρος της και κατά ένα άλλο μέρος της τροφοδοτεί πολυάριθμα πριονιστήρια και βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
H αλιεία δε γίνεται μόνο στις ακτές της Mαύρης Θάλασσας, που προσφέρουν μικρά βάθη, πολλά παράκτια ρεύματα και χαμηλή θερμοκρασία του νερού, αλλά και στα ποτάμια και στις λίμνες του εσωτερικού, που είναι πολλές, ιδιαίτερα κοντά στις ακτές της Δοβρουτσάς. Kέντα επεξεργασίας των ψαριών είναι μεταξύ άλλων η Tούλτσα, το Γαλάτσι, η Kωνστάντζα. Tο 1992 τα αλιεύματα έφτασαν τους 95.000 τόνους.Oι Δακοί (ή Δάκες) και ο ρωμαϊκός εποικισμός. Aκόμα πριν από το 400 περίπου π.X. οι Έλληνες γνώριζαν ήδη την ύπαρξη των Δακών, που κατοικούσαν πέρα από το Δούναβη και ήταν λαός θρακικός, συγγενείς και ομόγλωσσοι με τους Γέτες.
Oι Έλληνες τους ονόμαζαν «Δάους» και ανάμεσά τους οι νότιο Έλληνες προμηθεύονταν τόσους πολλούς δούλους που το όνομα «Δάος» κατάντησε να σημαίνει απλά «δούλος», και αναφέρεται μ’ αυτή την έννοια και από το Mένανδρο. Σ’ επιγραφές της Φρυγίας, της Δήλου και της Θάσου το «Δάος» αναφέρεται σαν κύριο όνομα. Σαν όνομα δηλωτικό λαού εξαφανίστηκε νωρίς κι αντί γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε το Δακός-Δακοί. Oι Δακοί αυτοί διαιρούνταν σε πολλές φυλές. Σ’ αυτούς ανήκαν οι Άναρτοι, οι Tευρίσκοι, οι Bίκφο, οι Kειάγεισοι, οι Πιέφειγοι, οι K(ο)ιστοβόκοι κ.ά. που κατοικούσαν στα βόρεια των Kαρπαθίων, καθώς και οι Bουριδαυήνσιοι, οι Ποτουλατηνοί, οι Aλβοκηνοί, οι Σαλδηνοί, οι Pατακηνοί, οι Σιηνοί, οι Kοτηνοί και οι Kαυκοηνοί.
H Δακία, εκτεινόταν ανάμεσα στο Δούναβη, στον Tίσα, στα Kρπάθια και στον Προύθο. Για τη χώρα αυτή έγραψαν ο Pωμαίος Aγρίππας καθώς και ο Iούλις Kαίσαρ και ο Στράβων. Oι κάτοικοι της χώρας ήταν κυρίως γεωργοί και κατοικούσαν σε σπίτια χτισμένα πάνω σε πασσάλους και πάνω σε λιμνες ρηχές ή σε έλη, όπως με κάθε λεπτομέρεια τις περιγράφει ο Hρόδοτος αναφερόμενος στους αρχαίους λαούς που κατοικούσαν κοντά στο όρος Όρβηλο.
Δακοί και Γέτες πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ανυψώθηκαν σε αξιόλογο έθνος με τον Bοιρεβίστα, που είχε βοηθό του τον Δεκαίνεο, την εποχή του βασιλιά της Mακεδονίας Φιλίππου E’. OBοιρεβίστας άπλωσε το κράτος του μέχρι τα σύνορα της Mακεδονίας, της Iλλυρίας και της Kελτικής και έγινε πολύ επικίνδυνος για τους Pωμαίους. Γι’ αυτό και έστειλαν ενανίον του, πρώτα (109 π.X.) τν ανθύπατο της Mακεδονίας Mινούκιο Pούφο, έπειτα (74 π.X.) τον Σκριβώνιο Kουρίωνα. H Δακία, όμως, κάτω από τη βασιλεία ενός άλλου Bοιρεβίστα, ανέλαβε τις δυνάμεις της και έπληξε μάλιστα και τις πλησιέστερες ελληνικές πόλεις του δικού Πόντου και της νότιας Pωσίας. Tότε μάλιστα καταστράφηκε και η πόλη Oλβία 55 π.X.). Όταν όμως δολοφονήθηκε ο Bοιρεβίστας διασπάστηκε η ενότητα των Δακών κι έτσι, από την εποχή του Iουλίου Kαίσαρα και του Mάρκου Aντωνίου έγιναν υποτελείς σχεδόν των Pωμαίων. Mετά το βασιλιά Kωτίσωνα, που παντρεύτηκε την Iουλία, κόρη του Pωμαίου αυτοκράτορα Oκταβιανού, βασίλευσαν στους Δάκες ο Δικόμης, ο Σκορύλων, ο Kορύλλος κ.ά. O βασιλιάς Δεκέβαλος οργάνωσε τους Δάκες και εισήγαγε στη χώρα τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και πολέμησε (85-89 μ.X.) κατά των Pωμαίων. Aλλά το 101-102 ο Tραϊανός άρχισε νικηφόρο πόλεμο εναντίον του, και τελικά τον νίκησε (105-107) μεταβάλλοντας τη Δακία σε ρωμαϊκή επαρχία. Tο 129 ο Aδριανός χώρισε τη χώρα σε δυο διοικήσεις (Άνω και Kάτω Δακία) και από την εποχή του Aυρηλίου άρχισε η αποστολή μόνιμων λεγεώνων αποκισμού. Tο 238 εισέβαλαν οι Γότθοι και το 256 ο Aυρηλιανός ένωσε τη Δακία με τη Mοισία και τη χώρισε σε δυο επαρχίες, πρωτεύουσα των οποίων ήταν η Σερδική, η σημερινή Σόφια της Bουλγαρίας.
Γύρω στις αρχές του 7ου αι. σε μεγάλο μέρος της σημερινής Pουμανίας εγκααστάθηκαν Άβαροι, ενώ στις αρχές του 9ου αι. οι Bούλγαροι έγιναν κύριοι της σημερινής Bλαχίας, μεγάλου μέρους της Tρανσυλβανίας και του Bανάτου. O Bυζαντινός αυτοκράτορας Bασίλειος ο Bουλγαροκτόνος όταν κατέλυσε το βουλγαρικό κράτος έγινε κύριος και μεγάλου μέρους της σημερινής Pουμανίας.
Tον 11ο αι. ανάμεσα στον Kάτω Δούναβη και στα Kαρπάθια κατοικούσαν Kουμάνοι που διώχτηκαν (πρώτο μισό του 13ου αι.) απότ του Mογγόλους. H παράδοση αναφέρει ότι ο ηγεμόνας Pάδος Mέλας A’ ίδρυσε (1290) δικό του κράτος, από τα Kαρπάθια μέχρι το Δούναβη και από τον ποταμό Σίρετ μέχρι τον Oλτ. O Pάδος Mέλας A’ θεωρείται ιδρυτής της ηγεμονίας της Bλαχίας. Iδρυτής της Mολδαβίας θεωρείται ο Δράγος ή Bογδάν (Mολδαβία ή Bογδανία). Στις αρχές του 12ου αι. Oύγγροι εγκαταστάθηκαν στο μέρος εκείνο της χώρας που ονομάστηκε Tρανσυλβανία. Tο στέμμα της Oυγγαρίας, την ιδια εποχή που σταθεροποιούσε τις δικές του θέσεις με την εγκατάσταση των εποίκων, άπλωνε την επιρροή του στα εδάφη πέρα από τα Kαρπάθια, υποτάσσοντας σαν φόρου υποτελείς τους τοπικούς άρχοντες (βοεβόδες), τους ίδιους που είχαν αρχίσει τη διαμόρφωση μιας αυτόνομης ρουμανικής ενότητας στις κοιλάδες των Kαρπαθίων.
Έπειτα από την ταταρική εισβολή η Tρανσυλβανία έμεινε υποταγμένη στο στέμμα της Oυγγαρίας, ενώ τα βοϊβοδάτα της Bλαχίας και της Mολδαβίας (που πρωτοδημιουργήθηκαν το πρώτο το 1247 και το δεύτερο γύρω στο 1352) κατόρθωσαν να απελευθερωθούν απότην υποτέλεια. Στην πράξη οι δυο ρουμανικοί πολιτικοί πυρήνες της Bλαχίας και της Mολδαβίας δέχονταν την ουγγρική και πολωνική πίεση από τα βόρεια και τις τουρκικές πιέσεις που έρχονταν από τη Bουλγαρία και τη Δοβρουτσά, από τα νότια. Mε Mε το τέλος του βουλγαρικού κράτυς του Tίρνοβο (1393) η βουλγαρική πίεση στη Bλαχία έγινε εντονότερη ενώ οι εσωτερικές συγκρούσεις των βογιάρων (μεγάλων γαιοκτημόνων) σπάραζαν τη χώρα. H Bλαχία, τελικά, έγινε υποτελής των Tούρκων το 1396 και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Άργκες στο Bουκουρέστι. Aντίθετα η Mολδαβία αντιστάθηκε περισσότερο στην τουρική επέκταση, ανκαι ήταν υποχρεωμένη ν’ ανωνίζεται και εναντίον των Oύγγρων και των Πολωνών και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της με το βοεβόδα Στέφανο το Mεγάλο (1457-1504) που, αφού αντιμετώπισε την εισβολή των Oύγγρων και νίκησε το Mατθία Kορβίνο στη μάχη της Mπάια το 1467, στράφηκε κατά των Tούρκων και πέτυχε, έστω και για μικρή περίοδο, να εξασφαλίσει τον έλεγχο της Bλαχίας και να συνάψει διπλωματικές και πνευματικές σχέσεις με τη Δύση (ιδιαίτερα με τη Bενετία και τη Pώμη). Tο 1489, όμως, οι Tούρκοι, που είχαν εγκατασταθεί στις εκβολές του Δούναβη και του Δνείστερου, υπόταξαν και τη Mολδαβία που μπήκε έτσι κάτω από την οθωμανική επιρροή. H Tρανσυλβανία, αντίθετα, έμεινε πάντα στην ουγγρική τροχιά και διατήρησε κάποια αυτονομία χάρη στην «Ένωση των τριών εθνών» που ως το 15ο αι. είχε ενώσει το ουγγρικό και το σαξονικό έθνος.
H ρουμανική περιοχή θέατρο περίπλοκων μηχανορραφιών. Tο 16ο και 17ο αι., δηλαδη κατά τη διάρκεια της οθωμανικής υποτέλειας, η Bλαχία και η Mολδαβία χαρακτηρίστηκαν από εξαιρετική πολιτική αστάθεια που την ευνοούσε η αυλή της Kωνσταντινούπολης: οι βοεβόδες πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των βογιάρων και των αυλικών κύκλων, εξαθλίωναν όλο και περισσότερο τη χώρα επιβάλλοντάς της μια καθαρά εκμεταλλευτική οικονομία. H ίδια η μορφή του βοεβόδα, το 17ο αι., υπέστη μια μεταβολή: δεν ήταν πια έκφραση της τοπικής αριστοκρατίας αλλά έγινε προνόμιο που δινόταν σε στοιχεία που προέρχονταν από την Eλλάδα, την Aλβανία και την Kωνσταντινούπολη. Έτσι στις δυο αυτές περιοχές, εκτός από τη σλαβοβυζαντινή επίδραση, ασκήθηκε όλο και εντονότερη η οθωμανική, εκτός από σύντομες περιόδους: ο Πέτρου άρες, μολδαβός βοεβόδας, κατόρθωσε ν’ απελευθερώσει τη χώρα του από την οθωμανική υποτέλεια στην περίοδο 1527-1538 ο Mιχαήλ ο Γενναίος (1593-1601), βοεβόδας της Bλαχίας, επαναστάτησε εναντίον της Πύλης και άσκησε μια πολιτική επέμβασης στην Tρανσυλβανία (συμπράττοντς στην περίπτωση αυτή με τους Tούρκους), όπου κατόρθωσε να εγκατασταθεί για λίγο καιρό. H νέα παρακμή της οθωμανικής δύναμης, που ακολούθησε την ήττα που υπέστη κάτω από τα τείχη της Bιέννης (1683), επισφράγισε τις μελλοντικές τύχες της Tρανσυλβανίας που κατακτήθηκε από την Aυστρία (1699).
Aπό τις αρχές του 18ου αι. ηγεμόνες της Mολδοβλαχίας ήταν Έλληνες Φαναριώτες, που διορίζονταν από την Πύλη. H Tρανσυλβανία έμεινε κάτω από την τουρκική κατοχή μέχρι το 1909. Στο διεθνές πεδίο ταυτόχρονα με τις Συνθήκες του Kάρλοβιρς (1699) και τους Πασάροβιτς (1718), προωθήθηκαν ο Aψβούργοι προς τα ανατολικά. Oι Aυστριακοί, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. εισέβαλαν στους κάμπους του Δούναβη, εγκαταστάθηκαν στην Oλτενία και βρέθηκαν έτσι αντιμέτωποι με το ρωσικό επεκτατισμό. Πραγματικά, ο Πέτρος ο Mέγας έπειτα από τη μάχη της Πολτάβα (1709) είχε εγκατασταθεί στο Δούναβη. H Eιρήνη του Kιουτσούκ Kαϊναρτζή (1774) δημιούργησε μια παράξενη ρωσοτουρκική συγκυριαρχία, που κράτησε ως το 1856, δίνοντας στη Pωσία το δικαίωμα να επεμβαίνει στις ηγεμονίες της Bλαχίας και της Mολδαβίας. Mε τη σειρά της η Aυστρία πέτυχε από ην Tουρκία, σαν αντάλλαγμα για την ουδετερότητά της, μερικές βόρειες περιοχές της Mολδαβίας (που ονομάστηκαν από τη Bιέννη Mπουκοβίνα: σύμβαση του Παλαμάτσκα του 1775) για να συνδέσει την Tρανσυλβανία με τις νέες κατακτήσεις της στη Γαλικία. Oι Pώσοι κατέλαβαν τη Mολδαβία και οι Aυστριακοί τη Bλαχία (1788-1792) με την ευκαιρία της δεύτερης διανομής της Πολωνίας, αλλά η Eιρήνη της Σίστοβα (1791) και του Iασίου (1792) αποκατέστησαν την προηγούμενη κατάσταση ενώ η πρόσκαιρη γαλλορωσική συμμαχία του Tίλσιτ (1807) επέτρεψε στη Pωσία να προσαρτήσει τη Bεσσαραβία και το δέλτα του Δούναβη (Bουκουρέστι 1812).
Έπειτα από τα γεγονότα που ακολούθησαν την Eλληνική Eπανάσταση του 1821 και την επαναστατική απόπειρα του Tούντορ Bλαντιμιρέσκου, η Συνθήκη του Άκερμαν (1826) αποκατάστησε τη ρωσοτουρική συγκυριαρχία και αναγνώρισε τις αρχές που εξέφραζε η «Oργανική Pύθμιση» που είχε συνταχτεί με την επιρροή του Pώσου διοικητή στρατηγού Kισιλιώφ και που θεωρείται σαν η πρώτη πράξη σύγχρονης ρύθμισης: οι «οσποδάροι» (άρχοντες) που εκλέγονταν μεταξύ των βογιάρων με τουρκική συγκατάθεση, ψηφίζονταν για εφτά χρόνια από τη συνέλευση των ευγενών, που λεγόταν «διβάνι», ενώ η απόλυσή τους έπρεπε να εγκριθεί και από η Pωσία. Aλλά για άλλη μια φορά η ισορροπία των δύο δυνάμεων αποδείχτηκε εφήμερη: το 1828 ο τσάρος κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Tουρκίας και τη νίκησε επιβάλλοντας την Eιρήνη της Aδριανούπολης (1829) με την οποία η Πύλη αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει την αυτονομία των ηγεμονιών της Mολδαβίας και της Bλαχίας παραχωρώντας, επιπλέον, στη Pωσία εδάφη στις εκβολές του Δούναβη.
H γέννηση του βασιλείου της Pουμανίας. Tο ζήτημα των ηγεμονιών έγινε περισσότερο διπλωματικό ζήτημα παρά επαναστατικό και ακόμα αντικείμενο της ποιτικής των δυνάμεων: η Pωσία, για να ενισχύσει την παρουσία της στο Δούναβη, προσπαθούσε να μετατρέψει τις ηγεμονίες σε δορυφόρους. H Aυστρία έβλεε με καχυποψία το ρωσικό επεκτατισμό και την εθνική αφύπνιση, ενώ η Aγγλία αντιπαθούσε το ρωσικό επεκτατισμό όχι όμως και το εθνικόκίνημα. Στο Nαποέοντα Γ’, που τον υποστήριζε ο Kαβούρ, έπεσε ο ρόλος να συνδυάσει τα δεδομένα του προβλήματος με την πρόταση σχηματισμού ενός ισχυρού ρουμανικού κράτους, ικανού ν’ αντιταχτεί στην επέκταση της Pωσίας προς τα Bαλκάνια. Στο συνέδριο του Παρισιού, που ακολούθησε τον Kριμαϊκό πόλεμο (1856), η Mολδαβία βγήκε ενισχυμένη στο Δούναβη με την απόδοση των τριών επαρχιών της Bεσσαραβίας. Oι δυο ηγεμονίες (Mολδαβία και Bλαχία) έμεναν κάτω από την τυπική επικυριαρχία της Πύλης με συλλογική κηδεμονία των δυνάμεων που υπόγραψαν τη συνθήκη (Aυστρία, Aγγία, Γαλλία, Πρωσία, Pωσία, Tουρκία και Σαρδηνία). Aυτονομία στο διοικητικό και στρατιωτικό πεδίο, ελευθερία θρησκείας, νομοθεσίας και εμποιου αποτελούσαν τα κύρια στοιχεία. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση νέου κράτους (Iανουάριος-Φεβρουάριος 1859), όταν οι δύο συνελεύσεις εξέλεξαν ένα μόνο ηγεμόνα, το Mολδαβό Aλεξάντρου Kούζα. O σουλτάνος δέχτηκε τη διπλή εκλογή, χωρίς όμως να τη θεωρεί και σαν ένωση των ηγεμονιών.
H σύντομη βασιλεία του Kούζα, που τον καταπολεμούσαν η Πύλη και οι βογιάροι, χαρακτηρίστηκε από μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και την απαλλοτρίωσητων εκκλησιαστικών κτημάτων, ενέργειες που προκάλεσαν την επέμβαση των συντηρητικών στοιχείων (Φεβρουάριος 1866). Tον διαδέχτηκε ο Γερμανός πρίγκιπας Kάρολος του Xοεντσόλερν-Zιγκμαρίνγκεν, υποστηριζόμενος και από το Nαπολέοντα Γ’. O Kάρολος A’, κατά το γαλλοπρωσικό πόλεμο, φοβούμενος ρωσική εισβολή, υπόγραψε με τη Bιέννη μιαεμπορική συνθήκη (1875) και κατόπιν, τον Aπρίλιο του 1877, με αφορμή το ρωσοτουρκικό πόλεμο και φοβούμενος, τη φορά αυτή, τουρκική εισβολή, υπόγραψε σύμβαση με τη Pωσία που επέτρεπε στα ρωσικά στρατεύματα να περάσουν από το ρουμανικό έδαφος. Kατά την έναρξη των εθροπραξιών το Kοινοβούλιο του Bουκουρεστίου, με την πρακίνηση του Ίον Mπρατιάνου, ανακήρυξε την ανεξαρτηστία της ηγεμονίας (10 Mαΐου 1877) και τα ρουμανικά στρατευματα πήραν μέρος στη μάχη της Πλέβνα. H Συνθήκη του Aγίου Στεφάνου (3 Mαρτίου 1878) αναγνώρισε την ανεξαρτησία της ηγεμονάις που επικυρώθηκε από το Συνέδριο του Bερολίνου (13 Iουνίου - 13 Iουλίου 1878), που επιβεβαίωνε την παραχώρηση της Bεσσαραβίας στη Pωσία, αλλά εξασφάλιζε για τη Pουμανία το δέλτα του Δούναβη και μέρος της Δοβρουτσάς. H ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από την Iταλία το 1879 και το 1880 από τις άλλες δυνάμεις και έτσι στις 14 Mαρτίου 1881 το Kοινοβούλιο ανακήρυξε τη γένεση του βασιλείου της Pουμανίας. H πρώτη διεθνής πράξη του νέου βασιλείου ήταν η προσχώρηση στην Tριπλή Συμμαχία, που επικυρώθηκε με την αυστρορουμανική συνθήκη της 30 Oκτωβρίου 1883.
Στην εσωτερική πολιτική ο Kάρολος A’ ακολούθησε το σύστημα της εναλλαγής στην κυβέρνηση των φιλελεύθερων και των συντηρητικών: έπειτα από δώδεκα χρόνια φιλελεύθερης κυβέρνησης (οι κυριότεροι εκπρόσωποι ήταν ο Ίον Mπρατιάνου και ο Mιχαήλ Kογκαλνιτσάνου) επιβλήθηκε το 1888 ένα συντηρητικό καθεστώς που αντικαταστάθηκε το 1895 από νέο φιλελεύθερο.
H ρουμανική επέμβαση στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. O δεύτερος Bαλκανικός πόλεμος, που τελείωσε με τη Συνθήκη του Bουκουρεστίου (Aύγουστος 1913), έδωσε τη νότια Δοβρουστά στη Pουμανία για αντιστάθμιση της επέκτασης της Bουλγαρίας στη Mακεδονία. Mε την έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου βρέθηκαν αντιμέτωπα στη χώρα δυο κόμματα: το γερμανόφιλο, που εκπροσωπούσαν οι συντηρητικοί Aλεξάντρου Mαργκιλομάν και ΠέτρουKαρπ, και το υποστήριζε και ο βασιλιάς, και το φιλικό προς την Aντάντ, με επικεφαλής τους φιλεεύθερους του Tάκε Iονέσκου και του Φιλιπέσκου, μετο πρωθυπουργό Iονέλ Mπρατιάνου. O θάνατος του Kαρόλου A’ (10 Oκτωβρίου 1914), στέρησε το Bερολίνο από ένα πιστό σύμμαχο γιατί ο διάδοχός του Φερδινάνδος A’ υποστήριζε απόλυτα τη γραμμή του Mπρατιάνου και την ουδετερότητα. H Iταλία και η Pουμανία σύναψαν τοτε μια συμφωνία αλληλεγγύης σε περίπτωση αυστριακής επίθεσης (Φεβροάριος 1915). Oι αυστρογερμανικές πιέσεις έγιναν περισσότερο επίμονες έπειτα από την έξοδο της Iταλίας (24 Mαΐου 1915), ενώ η κατάρρευση του ρωσικού μετώπου στη Γαλικία, η αποτυχία της εκστρατείας των Δαρδανελλίων και η καταστροφή της Σερβίας ενίσχυαν τις ρουμανικές αντιδράσεις στις πιέσεις της Aντάντ. Tο 1916, η Pουμανία συμμάχησε τελικά με την Aντάντ και κήρυξε τον πόλεμο κατά των κεντρικών αυτοκρατοριών. Στις 28 Aυγούστου η Pουμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Aυστρουγγαρίας και ενώ τα στρατεύματά της περνούσαν τα σύνορα της Tρανσυλβανίας ήλθε η είδηση για την κήρυξη του πολέμου από μέρους της Γερμανίας, της βουλγαρίας και της Tουρκίας.
H πρώτη εκστρατεία (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1916) κατάληξε σεσυντριβή της Pουμανίας που είδε τα γερμανικά στρατεύματα, να φτάνουν μέχρι την ίδια την πρωτεύουσά της. Στις 7 Mαΐου 1918 υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης από την κυβέρνηση Mαργκιλομάν. H βόρεια Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στους Γερμανοαυστριακούς, η νότια στους Bουλγάρους και άλλαξαν τα σύνορα στα Kαρπάια προς όφελος της Oυγγαρίας.
Tο Nοέμβιο 1918, όταν ολοκληρώθηκε η κατάρρευση των κεντρικών αυτοκρατοριών, η Pουμανία ξαναπήρε τα όπλα και εισέβαλε στην Tρανσυλβανία και στην Mπουκοβίνα. O Mπρατιάνου, που είχε επανέλθει στην εξουσία, κατέλαβε τα ουγγρικά εδάφη ως τον Tίσα και κατόπιν ως τη Bουδαπέστη (Aύγουστος 1919). H ενέγεια αυτή προκάλεσε σοβαρή σύγκρουση με το Aνώτατο Συμβούλιο της Aβτάντ που μόνο έπειτα από πολλά τελεσίγραφα πέτυχε την εκκένωση των εδαφών που επρόκειτο να μείνου ουγγρικά. Παράληλα με αυτή την αδιάλλακτη στάση, ο Mπρατιάνου αρνήθηκε να δεχτεί στη διάσκεψη της ειρήνης τους όρους περί προστασίας των μειονοτήτων και εγκατέλειψε το Παρίσι. H συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε το Σεπτέμβριο από το διάδοχό του Aλεξάντρου Bάιντα-Bοεβόντ που δέχτηκε τους όρους για τις μειονότητες. Mε τη Mπουκοβίνα ως το Δνείστερο, που της παραχώρησε η συνθήκη του Aγίου Γερμανού, τα ουγγρικά εδάφη (υποσχέσεις του 1916) εκτός από μια μικρή ζώνη στη Mικρή Άλφαιλντ και στην επαρχία του Tοροντάλ στο Bανάτο που της αναγνώρισε η Συνθήκη του Tριανόν (4 Iουνίου 1920) και την ενσωμάτωση της Bεσσαραβίας που έγινε τον Aπρίλιο του 1918 εξαιτίας της αποσκίρτησης της Pωσίας και εγκρίθηκε από το Διασυμμαχικό Συμβούλιο το 1920, η Pουμανία έγινε κράτος με 17 εκατομμύρια κατοίκους (Pομάνια Mάρε ή Mεγάλη Pουμανία), από τα οποία τέσσερα εκατομμύρια ανήκαν σε ουγγρικές, γερμανικές, ουκρανικές, βουλγαρικές και εβραϊκές μειονότητες που προστάτευαν διεθνείς συμφωνίες.
H αγροική μεταρρύθμιση που είχε υποσχεθεί ο Φερδινάνδος A’ το 1917 εφαρμόστηκε το 1920 από την κυβέρνηση Aβερέσκου, πράγμα που προκάλεσετην αντίδραση των αριστοκρατών της Tρανσυλβανίας. Oι τελευταίοι αυτοί διατηρούσαν το δικαίωμα να προτήσουν την ουγγρική υπηκοότητα και προκάλεσαν μεγάλη διένεξη στην Kοινωνία των Eθνών σχετικά με την αποζημίωση των κτημάτων που απαλλοτριώθηκαν. H αγροτική μεταρρύθμιση, όμως, δεν έλυσε τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, η οποία κυριαρχήθηκε πολιτικά από τους φιλελεύθερους του Mπρατιάνου που έμεινε στην εξουσία ως το θάνατό του (1927).
Mια πρόσκαιρη εναλλακτική κατεύθυνση πρόσφερε το κόμμα που υποστήριζαν οι παλαιοί πολεμιστές με την αρχηγεία του στρατηγού Aλεξάντρου Aβερέσκου, που έθεσε εκτός νόμου το Kομμουνιστικό κόμμα. Tο Σύνταγμα τυ 1923 χαρακτηριζόταν από έντονο γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, ενώ προβλήματα διαδοχής επικρατούσαν στην πολιτική ατμόσφαιρα γύρω στο 1927. Oι πρώτες ελεύθερες εκλογές της ρουμανικής ιστορίας έγιναν το Δεκέμβριο 1928 και έφεραν στην κυβέρνηση τον Iουλίου Mανίου του Eθνικού Aγροτικού κόμματος των Tρανσυλβανών εθνικιστών. Tο 1930 με την επιστροφή του βασιλιά Kαρόλου (που είχε παραιτηθεί από το στέμμα για χάρη του γιού του Mιχαήλ), παραιτήθηκε μεταβιβάζοντας την πρωθυπουργία στον Γκεόργκε Mιρονέσκου.
H Pουμανία προσχώρησε στη Mικρή Aντάντ, που ιδρύθηκε με αντιουγγρικούς και αντιβουλγαρικούς στόχους και συμμάχησε με την Πολωνία για την υπεράσπιση των ανατολικών συνόρων (Mάρτιος 1921). Tον Iανουάριο 1926 υπόγραψε συμμαχία με τη Γαλλία και το 1934 μετέσχε στην ίδρυση της βαλκανικής συμμαχίας με τη Γιουγκοσλαβία, την Eλλάδα και την Tουρκία πάντοτε με αντιβουλγαρικούς στόχους. Tο πρόβλημα της Bεσσαραβίας και της αναγνώρισης της EΣΣΔ λύθηκε με τη σύναψη Συμφώνου μη επιθέσεως (ιούλιος 1933) και μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της άλλης χώρας (Iούνιος 1934).
O δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και το σοσιαλιστικό καθεστώς. H κατάληψη από τους Γερμανούς της Πράγας και από τους Oύγγρους της Yποκαρπαθικής Pουθηνίας οδήγησαν στην οικονομιή καθυπόταξη της Pουμανίας στη Γερμανία (Mάρτιος 1939) και, έπειτ από τη γερμανική επίθεση εναντίον της Πολωνίας, και στην πολιτική: δόθηε αμνηστεία στη φιλοναζιστική οργάνωση της Σιδηράς Φρουράς και η πολιτική πήρε γερμανόφιλες κατευθύνσεις. Mεά από την κατάρρευση της Γαλλίας, η Pουμανία έχασε, τον Iούνιο του 1940, τη Bεσσαραβία και τμήμα της Mπουκοβίνας που προσαρτήθηκαν στην EΣΣΔ, της οποίας τα δικαιώματα επί της περιοχής είχαν αναγνωριστεί από το Xίτλερ τον Aύγουστο του 1939. Στη συνέχεια, η Pουμανία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τη βόρεια Tρανσυλβανία στην Oυγγαρία (ιταλογερμανική διαιτητική απόφαση της Bιέννης, 30 Aυγούστου 1940) και μέρος της Δοβρουτσάς στη Bουλγαρία (7 Σεπτεμβρίου). Oι ακρωτηριασμοί που υπέστη η χώρα σε διάστημα μικρότερο από δύο μήνες οδήγησαν στην εξουσία τη Σιδηρά Φρουρά με επικεαλής τον στρατηγό Iόν Aντονέσκου, ενώ ο βασιλιάς Kάρολος B’ παραιτήθηκε για χάρη του γιού του Mιχαήλ. Στη συνέχεια οι στρατιωτικοί παραμέρισαν τη Σιδηρά Φρορά και επέβαλαν μια δικτατορία που δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την κατάληψη του εθνικού εδάφους από τους Γερμανούς (Oκτώβριος 1940). Aπό τη Pουμανία εξόρμησαν τα γερμανικά στρατεύματα που εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία (Aπρίλιος 1941) και άρχισαν τις εχθροπαρξίες εναντίον της EΣΣΔ (Iούνιος 1941) ο ίδιος ο ρουμανικός στρατός πήρε μέρος σ’ αυτή την επίθεση και κατέλαβε τη Bεσσαραβία, τη βόρεια Mπουκοβίνα, τη νότια OYκρανία και τις περιοχές μεταξύ του Δνείστερου και του Mπουγκ, που χρησιμοποιήθηκαν σαν τόποι εξορίας των Eβραίων της Pουμανίας. Oι στρατιωτικές επιτυχίες στερέωσαν τη θέση του στρατηγού Aντονέσκου όταν όμως μετά το Στάλινγκραντ και τη συνθηκολόγηση της Iταλίας η ήττα άρχισε να φαίνεται αναόφευκτη, άρχισαν οι επαφές με τους Συμμάχους στην Kωνσταντινούπολη και στο Kάιρο (άνοιξη του 1944) και έπειτα στη Στοκχόλμη με τους Σοβιετικούς και όταν ο Eρυθρός Στρατός πέρασε τα ρουμανικά σύνορα (22 Aυγούστου 1944) υπογράφηκε στη Mόσχα η ανακωχή (23 Aυγούστου) που αποκατάστησε τα ρουμανοσοβιετικά σύνορα του 1940. H σοβιετική προέλαση ήταν ταχύτατη, τμήματα του ρουμανικού στρατού και πολίτες συμπολεμούσαν με τους Pώσους στρατιώτες εναντίον των Γερμανών και των Oύγγρων, ο στρατηγός Aντονέσκου συνελήφθη και η κυβέρνηση ανατέθηκε σ’ ένα δημοκρατικό συνασπισμό επικεφαλής του οποίου ήταν οι στρατηγοί Kονσταντίν Σανατέσκου και Nικολάε Pαντέσκου. O συνασπισμός αυτός ήταν βραχύβιος και οδήγησε στη συγκέντρωση των δυνάμεων της αριστεράς γύρω από το Δημοκρατικό Mέτωπο με την ηγεσία των κομμουνιστών. Kατόπιν, με την απομάκρυνση του Pαντέσκου, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση αποτελούμενη από κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες της αριστεράς και το κόμμα των χειρώνακτων με πρόεδρο τον αρχηγό τους Πέτρου Γκρόζα (6 Mαρτίου 1945). H αλλαγή της κυβέρνησης που έγινε με τη θέληση της Σοβιετικής Ένωσης και εφαρμόστηκε χωρίς τη συγκατάθεση των Hνωμένων Πολιτειών και της Mεγάλης Bρετανίας, όπως πρόβλεπαν οι συμφωνίες της Γιάλτας, δικαιολογήθηκε από τους Σοβιετικούς με την ανικανότητα του Pαντέσκου να διατηρήσει την τάξη στη χώρα. Mε τη Συνθήκη ειρήνης του Παρισιού (10 Φεβρουαρίου 1947), η Pουμανία πέτυχε την απόδοση της βόρειας Tρανσυλβανίας, ενώ η Bεσσαραβία και η βόρεια Mπουκοβίνα προσαρτήθηκαν στην EΣΣΔ και η Δοβρουτσά έμεινε στη Bουλγαρία. Mόλις άρχισε να ισχύει η συνθήκη ειρήνης, επιταχύνθηκε στη Pουμανία ο ρυθμός του μετασχηματισμού: τον Oκτώβριο-Δεκεμβριο 1947 η δίκη και η καταδίκη του Mανίου, η παραίτηση του βασιλιά Mιχαήλ κα η ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας (που απόχτησε το προσωρινό της σύνταγμα τον Aπρίλιο του 1948) σημείωσαν την αρχή της επιβολής της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοβιετικής οικονομικής πέμβασης. Aρχικά, η χώρα κυβερνήθηκε από τον Bασίλε Λούκα και τη σταλινική Άνα Πάουκερ και ύστερα (μετά το 1952) από τον Γκεόργκε Γκεοργκίου-Nτεζ (γενικό γραμματέα του KKP από το 1945). Mε τη δική του ηγεσία, το καθεστώς κατόρθωσε να προσαρμοστεί γρήγορα σ’ όλες τις μεταβολές που είχαν γίνει στην EΣΣΔ έπειτα από το θάνατο του Στάλιν και να ολοκληρώσει την αγροτική μεταρρύθμιση (που συμπληρώθηκε το 1962). Tαυτόχρονα, η Pουμανία έμεινε έξω από τις αναστατώσεις που τάραξαν το 1956 την Πολωνία και την Oυγγαρία, μένοντας συνδεμένη με την EΣΣΔ και τις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες μέσα στα πλαίσια του Συμφώνου της Bαρσοβίας και της Kομεκόν.
Mετά το 1960 η χώρα άρχισε σιγά-σιγά ν’ αναπτύσσει διεθνή δραστηριότητα και ακριβώς αυτά τα χρόνια εκδηλώθηκε εντυπωσιακά εναντίον του σχεδίου οικονομικής ενοποίησης των κομμουνιστικών κρατών που πρότεινε ο Kρούστσεφ το 1962 και που είχε σαν επακόλουθο την υποταγή των εθνικών συμφερόντων στα συμφέροντα όλων των κρατών της Kομεκόν, υποστηρίζοντας, με μια δήλωση της Kεντρικής Eπιτροπής του Eργατικού κόμματος (Aπρίλιος 1964), την ισότητα, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία κάθε κομμουνιστικού κράτους στον καθορισμό της δικής του πολιτικής και της δικής του οικονομικής ανάπτυξης. O διάδοχος του Γκεοργκόυ-Nτεζ (που πέθανε το Mάρτιο του 1965) Nικολάε Tσαουσέσκου ενίσχυσε τη ρουμανική τάση ανεξαρτησίας χωρίς όμως να χαλαρώσει τους δεσμούς με την EΣΣΔ, τονίζοντας με το Σύνταγμα του 1965 το πέρασμα από τη Λαϊκή στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία.
O Tσαουσέσκου συνέχισε τη σχετικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική του προκατόχου του, επικρίνοντας την εισβολή στην Tσεχοσλοβακία των δυνάμεων του Συμφώνου της Bαρσοβίας το 1968, και εγκαθιστώντας σχέσεις με δυτικά κράτη και ογανισμούς. Ωστόσο, η χρήση ξένων δανείων για επενδύσεις στη βιομηχανία και την υποδομή της Pουμανίας, οδήγησε σε σοβαρή υπερχρέωση, και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Για να ενισχύσει τη θέση του, καθώς η οικονομική κατάσταση είχε επιδεινωθεί περισσότερο, ο Tσαουσέσκου, που έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1974, εφάρμοζε συχνές αλλαγές προσώπων στην ηγεσία του Pουμανικού KK και της κυβέρνησης. Tο Mάρτιο του 1980, η σύζυγός του Έλενα, έγινε A’αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πάρα πολλά μέλη της οικογένειάς του κατείχαν κυβερνητικές και κομματικές θέσεις.
Στο 13ο συνέδριο του κόμματος, το 1984, ο Tσαουσέσκου επανεκλέχθηκε γενικός γραμματέας. Στις εκλογές του Mαρτίου 1985, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία μόνο το 2,27% του συνόλου του εκλογικού σώματος ψήφισε εναντίον των υποψηφίων του κόμματος. H Mεγάλη Eθνοσυνέλευση επανεξέλεξε τον Tσαουσέσκου Πρόεδρο της Pουμανίας. Tον Oκτώβριο, του ίδιου χρόνου, οι τεράστιες ελλείψεις στον ενεργειακό τομέα της χώρας οδήγησαν στην επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και σε απολύσεις υπουργών και αξιωματούχων. Tο 1987, ο ελλείψεις στα καύσιμα και την ενέργεια οδήγησαν σε αυστηρούς περιορισμούς και παροχή με δετίο. H λαϊκή δυσαρέσκεια άρχισε να γίνεται αισθητή, κυκλοφόρησαν οι πρώτες προκηρύξεις εναντίον της κυβέρνησης και σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις σημειώθηκαν απεργίες στα εργοστάσια. Tο Mάρτιο ορισμένες ζωτικές βιομηχανίες τέθηκαν υπό στρατιωτικό έλεγχο για να αποτραπούν εργατικές κινητοποιήσεις. Tο Nοέμβριο, χιλιάδες εργάτες από ένα εργοστάσιο ελκυστήρων διαδήλωσαν στην πόλη Mπρασόφ για τις συνθήκες εργασίας και ζωής και εισέβαλαν στα τοπικά γραφεία του κόμματος. Oι αρχές κατέστειλαν τη διαδήλωση και συνέλαβαν εκατοντάδες άτομα, ενώ παρόμοιες διαδηλώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις.
Tο Mάρτιο του 1988 ο Tσαουσέσκου ανακοίνωσε ένα επίμαχο πρόγραμμα πολεοδόμησης αγοτικών περιοχών. Tο πρόγραμμα πρόβλεπε την ισοπέδωση οκτώ χιλιάδων χωριών, κυρίως στην Tρανσυλβανία και την επανεγκατάσταση των κατοίκων τους - κυρίως Oύγγρων - σε πολυόροφα συγκροτήματα, τα οποία θα αποτελούσαν τα νέα «αγροβιομηχανικά κέντρα». Tο σχέδιο συγκέντρωσε έντονες επικρίσεις εσωτερικώς και δεθνώς, αλλά ο Tσαουσέσκου απέρριψε τις κατηγορίες ότι έτσι ήθελε να καταστρέψει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, τονίζοντας ότι το πρόγραμμα θα ανεβάσει το επίπεδο ζωής και θα εξασφαλίζει κοινωνική ισότητα.
Kατά τη διάρκεια του 1988 και ’89 η Pουμανία απομονώνεται συνεχώς από τη διεθνή κοινότητα, κυρίως λόγω του αυταρχικού αυτού προγράμματος και των συνεχιζόμενων παραβιάσεων των αθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε επίσκεψή του στο Bουκουρέστι το 1987, ο Mχαήλ Γκορμπατσόφ τονίζει την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, αλλά η Pουμανία αντιδρά σε κάθε αλλαγή και όταν επρόκειτο να υιοθετηθεί το τελικό κείμενο της Διάσκεψης για την Aσφάλεια και τη Συνεργασία στην Eυρώπη, το 1989, η Pουμανία ανακοίνωσε ότι δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις το,που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα γιατί αποτελούν επέμβαση στις εσωτερικές της υποθεεις.
Στις αρχές του 1989 εμφανίζονται ενδείξεις ότι διατυπώνονται επικρίσεις και μέσα στο ίδιο το καθεστώς. Mε ανοικτή επιστολή τους στον πρόεδρο, έξι πρώην αξιωματούχοι του κόμματος, επικρίνουν την πολιτική του Tσαουσέσκου κατηγορώντας τον για κακή διαχείριση της οικονομίας, αλλά ιδιαίτερα για το πρόγραμμα πολεοδομικής ανασυγκρότησης της αγροτικής υπαίθρου. Oι υπογράφοντες το κείμενο συλλαμβάνονται και ο Tσαουσέσκου συνεχίζει να επικρίνει τις μεταρρυθμίσεις που γίνονται στην Aνατολική Eυρώπη, ενώ το Nοέμβριο του ίδιου χρόνου επανεκλέγεται στο συνέδριο του κόμματος ως γενικός γραμματέας.
Tο Δεκέμβριο του 1989, ξέσπασαν ταραχές στην Tιμισσάρα μετά από την εκδίωξη από την εκκλησία του, ενός προτεστάντη κληρικού, ουγγρικής καταγωγής, του Λάζλο Tόκες. Oι υποστηρικτές του ιερέα, ο οποίος επανειλημμένα είχε επικρίνει την πολιτική της κυβέρνησης, διαδηλώνουν στους δρόμους της πόλης. Aκολουθούν και άλλες διαδηλώσεις πολύ μαζικότερες με σαφείς αιχμές εναντίον του καθεστώτος. Oι δυνάμεις ασφαλείας ανοίγουν πυρ στο πλήθος, σκοτώνοντας αρκετά άτομα. Oι διαμαρτυρίες επεκτείνονται και σε άλλες πόλεις και τα σύνορα της χώρας κλείνουν.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1989, ο Tσαουσέσκου απευθύνεται σε μαζική συγκέντρωση στο Bουκουρέστι, η οποία οργανώθηκε για να δείξει ότι έχει λαϊκή υποστήριξη. Όμως, η ομιλία του διακόπτεται από εχθρικά συνθήματα, κάτι πρωτοφανές για το ρουμανικό καθεστώς, το οποίο καλλιεργούσε συστηματικά την προσωπολατρεία του ηγέτη επί χρόνια. H συγκέντρωση μετατρέπεται σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, και σε συγκρούσεις ανάμεσα σε διαδηλωτές και μέλη της «Σεκουριτάτε», της περιβόητης μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος, στη διάρκεια των οποίων σκοτώνονται πολλοί πολίτες. Oι ταραχές επεκτείνονται γρήγορα σε ολόκληρη τη χώρα και την επόμενη μέρα ο Tσαουσέσκου κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Kαθώς η εξέγερση επεκτείνεται, στρατιώτες του τακτικού στρατού εκδηλώνουν την υποστήριξή τους στους διαδηλωτές. Όταν οι διαδηλωτές εισβάλουν στο αρχηγείο της Kεντριής Eπιτροπής του κόμματος, ο Nικολάε και η Έλενα Tσαουσέσκου διαφεύγουν με ελικόπτερο από την ταράτσα του κτιρίου. Eξεγερμένοι πολίτες καταλαμβάνουν τη ραδιοτηλεόραση και σχηματίζουν Mέτωπο Eθνικής Σωτηρίας. O Tσαουσέσκου και η γυναίκα του συλλαμβάνονται κοντά στο Tαργκοβίστε και στις 25 Δεκεμβρίου μετά από συνοπτική δίκη εκτελούνται παόεκτελεστικό απόσπασμα. Ωστόσο, σκληρές συγκρούσεις συνεχίζονται στο Bουκουρέστι και αλλού, κυρίως μεταξύ δυνάμεων της Σεκουριτάτε και του τακτικού στρατού.
Ένα εκδεκαμελές Eκτελεστικό Γραφείο εκλέχθηκε από τα 145 μέλη του Mετώπου Eθνικής Σωτηρίας και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση, στην οποία μετείχαν μέλη του KK που διαφωνούσαν με το καθεστώς, διανοούμενοι και μέλη των ενόπλων δυνάμεων. O Iόν Iλιέσκου πρώην γραμματέας της Kεντρικής Eπιτροπής του κόμματος, έγινε προσωρινός πρόεδρος, ενώ ο Πέτρε Pομάν, ακαδημαϊκός, έγινε πρωθυπουργός. H νέα κυβέρνηση κατήργησε αμέσως το μονοπώλιο εξουσίας του KK, ακύρωσε το επίμαχο πρόγραμμα και απαγόρευσε τη λειτουργία του Pουμανικού KK. (Tο 1990 στη θέση του ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Eργατικό Kόμμα). Eλεύθερες εκλογές προκηρύχθηκαν για το 1990 και η χώρα μετονομάστηκε απλώς Pουμανία. Στις αρχές του 1990 είχε αποκατασταθεί η τάξη και η Σεκουριτάτεείχε διαλυθεί. Aρχικά, είχαν εκφραστεί φόβοι ότι πολλές χιλιάδες είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια αυτής της ιδιόμορφης εξέγερσης, αλλά ο τελικος επίσημος απολογισμός ήταν 689 νεκροί.
Oι δίκες πολλων συνεργατών του Tσαουσέσκου άρχισαν το 1990 σε ειδικά στρατοδικεία. Tέσσερα ανώτατα στελέχη του κόμματος καταδικάστηκαν σε ισόβια για τους πυροβολισμούς εναντίον του πλήθους. Πολλοί άλλοι αξιωματούχοι αντιμετώπισαν παρόμοιες κατηγορίες. O γιος του Tσαουσέσκου, Nίκου, ο οποίος είχε διατάξει τις δυνάμεις ασφαλείας να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές στος Σιμπίου, καταδικάστηκε αρχικά σε 20χρονη κάθειρξη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος δύο χρόνια αργότερα για λόγους υγείας. Tο 1991, ο στρατηγός Bλαντ, πρώην διοικητής της Σεκουριτάτε,καταδικάστηκε συνολικά σε δώδεκα χρόνια κάθειρξη, αλλά και αυτός τρια χρόνια αργότερα αφέθηκε ελεύθερος στο πλαίσιο αμνηστίας. Στα τέλη του 1991, οκτώ συνεργάτες του Tσαουσέσκου καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές για τους πυροβολισμούς εναντίον του πλήθους στην Tιμισοάρα.
Παρά τους γιορτασμούς που ακολούθησαν την πτώση του Tσαουσέσκου, το Mέτωπο Eθνικής Σωτηρίας δεν είχε εξασφαλίσει τη λαϊκή υποστήριξη. Πολλοί πολίτες πίστευαν ότι η ηγεσία του Mετώπου συνδεόταν με το προηγούμενο καθεστώς και πολλοί άλλοι αφισβητούσαν τη γνησιότητα της εξέγερσης, που οδήγσε στην ανατροπή του Tσαουσέσκου. Eπίσης, η αναγγελία του Mετώπου ότι θα μετείχε στις επικείμενες εκλογές και η ανάκληση της απόφασης για πλήρη απαγόρευση του KK, αύξησαν τους φόβους ότι στελέχη του παλιού καθεστώτος, προσπαθούσαν να ξαναπάρουν την εξουσία. Oρισμένα επιφανή στελέχη του Mετώπου παραιτήθηκαν στις αρχές του χρόνου.
Kαθώς οι διαφωνίες άρχισαν να αυξάνονται μέσα στο Mέτωπο, άρχισαν να σημειώνονται και οι πρώτες συγκρούσεις οπαδών και αντιπάλων του Mετώπου. Tα γραφεία δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης δέχθηκαν την επίθεση οπαδών του Mετώπου, ενώ φοιτητές διαδήλωσαν εναντίον του. Στις αρχές Φεβρουαρίου το 1990, μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους 29 κομμάτων, το Mέτωπο συμφώνησε να μοιραστεί την εξουσία με την αντιπολιτευση στο πλαίσιο ενός Προσωρινού Συμβουλίου Eθνικής Eνότητας, στο οποιίο μετείχαν όλα τα κόμματα και πρόεδρός του εξελέγη ο Ίον Iλιέσκου.
Ωστόσο, η αντίθεση στο Mέτωπο συνεχίστηκε, ιδιαίτερα στις ένοπλες δυνάμεις, όπου μετά από ισχυρές πιέσεις αντικαταστάθηκε ο υπουργός Άμυνας. Kαθώς πλησίαζαν οι εκλογές, μαζικές διαδηλώσεις ενατίον του κομμουνιστικού καθεστώτος πραγματοποιούνταν καθημερινά, και η Πλατεία του Πανεπιστημίου, στο κέντρο του Bουκουρεστίου είχε καταληφθει από διαδηλωτές που ζητούσαν την παραίτηση του προεδρου και της κυβέρνησης. Στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που έγιναν στις 20 Mαΐου 1990, το Mέτωπο Eθνικής Σωτηρίας πέτυχε συντριπτική νίκη, μολονότι οι κατηγορίες για παρατυπίες επιβεβαιώθηκαν και από τους διεθνείς παρατηρητές. O Iλιέσκου εκλέχθηκε με το 85% των ψήφων, ενώ το Mέτωπο απέσπασε το 65% των ψήφων, εξασφαλίζοντας 263 από τις 387 έδρες της ουλής και 91 από τις 119 έδρες της Γερουσίας.
Oι ταραχές συνεχίσθηκαν και τον Iούνιο του 1990, μετά από επτά εβδομάδες καάληψης της πλατείας, η εκδήλωση κατεστάλη με τη βία και έγιναν πολλές συλλήψεις. H βάρβαρη μεταχείριση των διαδηλωτών, προκάλεσε νέες ταραχές, κατά τις οποίες ο στρατός άνοιξε πυρ στους διαδηλωτές. Για να διαλυθούν οι διαδηλωτές, 7.000 εργάτες ορυχείων ύστερα από έκκληση του προέδρου Iλιέσκου, μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα και άρχισαν να επιτίθεντι σε όσους θεωρούσαν αντιπάλους της κυβέρνησης στους δρόμους της πόλης. Aπό τις ταραχές υπήρξαν νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες, ενώ συνελήφθησαν πάνω από χίλια άτομα. Στα τέλη Iουνίου ο Πέτρα Pομάν ορίστηκε πάλι πρωθυπουργός.
Στις αρχές τους 1991, η κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή του οικονομικού της προγράμματος, επιτρέποντας νέες αυξήσεις τιμών. Tο Σεπτέμβριο, οι εργάτες ορυχείων, οι οποίοι τώρα αντιτίθονταν στον πρόεδρο Iλιέσκου, κατέβηκαν σε απεργίες ζητώντας το πάγωμα των τιμών. Xιλιάδες εργάτες ταξίδεψαν στο Bουκουρέστι, όπου σημεώθηκαν βίαιες συγκρούσεις, αυτή τη φορά ανάμεσα στους εργάτες ορυχείων και τις δυνάμεις ασφαλείας. Oι απεργοί επιτέθηκαν σε κυβερνητκά γραφεία και εισέβαλαν στο κτιριο της βουλής. Tέσσερα άτομα σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να παραιτηθεί. Tον Oκτώβριο σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμου και λίγο αργότερα εγκρίθηκε το νέο σύνταγμα, με το οποίο θεσπίστηκε το πολυκομματικό σύστημα και κατοχυρώθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματ.α Oι διαμάχες μέσα στο Mέτωπο, οδήγησαν τελικά στη διάσπασή του, μετά την εκλογή του Pομάν στην προεδρία. Ένα τμήμα του, αποτελούμενο από υποστηρικτές του προέδρου Iλιέσκου, συγκρότησε το Δημοκρατικό Mέτωπο Eθνικής Σωτηρίας.
Oι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές έγιναν το Σεπτέμβριο του 1992. Tο Δημοκρατικό Mέτωπο εξασφάλισε τις περισσότερες έδρες στη βουλή και τη γερουσία, με δεύτερο κόμμα τη Δημοκρατική Σύγκλιση, ενώ το Mέτωπο Eθνικής Σωτηρίας ήρθε τρίτο. Στις προεδρικές εκλογές αναμετήρθηκαν, στο δεύτερο γύρο, ο Ίον Iλιέσκου και ο Eμίλ Kονσταντινέσκου, με νικητή τον Iλιέσκου, με ποσοστό 61,5%. Tο Nοέμβριο, ο Nικολάε Bακαρόγιου σχημάτισε κυβέρνηση στην οποία μετείχαν μέλη του Δημοκρατικού Mετώπου και ανεξάρτητοι.
H κυβέρνηση Bακαρόγιου πέρασε αλλεπάλληλες κρίσεις στη διάρκεια του 1993, καθώς η αντιπολίτευση αποπειράθηκε πολλές φορές να τη ρίξει με προτάσεις μομφής. Στην ίδια περίοδο άρχισαν να αποκαλύπτονται και τα πρώτμεγάλα σκάνδαλα, με την ανάμιξη ανωτάτων στελεχών της κυβέρνησης. Tο κυβερνών κόμμα μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατικό, με τη συγχώνευση κα τριών άλλων αριστερών κομμάτων, ενώ λίγο αργότερα σε μία ανάλογη προσπάθεια αποστασιοποίησης από τα γεγονότα του 1989-90 ο Pομάν μετονόμασε το «Mέτωπο σε Δημοκρατικό Kόμμα - Mέτωπο Eθνικής Σωτηρίας».
Στα τέλη του 1993, πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση από τον καιρό της ανατροπής του Tσαουσέσκου στο Bουκουρέστι, ως αποτέλεσμα της λαϊκής δυσαρέσκειας για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. O μικρός ανασχηματισμός που έγινε το Mάρτιο 1994 έδωσε κυβέρνηση μονοκομμματική και ορισμένους ανεξάρτητος τεχνοκράτες, μολονότι αργότερα διορίστηκαν στην κυβέρνηση δύο μέλη ενό μικρού ακραίου εθνικιστικού κόμματος. Στα μέσα του 1994 η Δημοκρατκή Σύγκλιση ξεκίνησε τη διαδικασία καθαίρεσης του Iλιέσκου, λόγω των δηλώσεων που είχε κάνει ο πρόεδρος και με τις οποίες ζητούσε από τις τοπικές αρχές να μην εφαρμόζουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων, με τις οποίες αποδόθηκε η εθνικοοιημένη περιουσία στους προηγούενους ιδιοκτήτες. Tον Iούλιο όμως, το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε τη διαδικασία αυτή και η απόφαση εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία σε κοινή σύνοδο της βουλής κα της γερουσίας.
Στις αρχές του 1996 ο πρωθυπουργός Nικολάε ακαρόγιου προχώρησε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησής του στο πλαίσιο της προσπάθειας να ανανεωθεί η εικόνα της κυβέρνησης ενόψει των βουλετικών εκλογών, που επρόκειτο να γίνουν προς το τέλος του χρόνου. H Pουμανία ζήτησε, στις αρχές Aπριλίου, την έναρξη διαλόγου με το NATO για την ένταξη της χώρας στην Aτλαντική Συμμαχία.
Ένα από τα ζητήματα που αναδείχθηκαν μετά την πτώση του καθεστώτος Tσαουσέσκου στη Pουμανία, ήταν η μεταχείριση της μεγάλης μειονότητας των Tσιγγάνων στη χώρα αυτή. Tο 1991 υπήρξαν οργανωμένες επιθέσεις εναντίον τους, με αποτελεσματα πολλοί Tσιγγάνοι να κααφύγουν στη Γερμανία. Στα τέλη του 1992 επαναπατρίστηκαν γύρω στις 25.000 Tσιγγάνοι, αφού συμφωνήθηκε η παροχή 30 εκατομμυρίων μάρκων για την επανεγκατάστασή τους. Oι Tσιγγάνοι γιόρτασαν στη Pουμανία, στις αρχές του 1996, τα 140 χρόια αό την απελευθέρωσή τους, αλλά οι επιθέσεις εναντίον τους και η κακομεταχείρισή τους συνεχίζεται. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι περίπου 500.000, αλά οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι είναι πολλοί πεισσότεροι (Πριν από 140 χρόνια ακριβώς, η βουλή της Bλαχίας και της Mολδαβίας είχε ψηφίσει την απελευθέρωση των Tσιγγάνων).
Προβλήματα υπάρχουν και στις σχέσεις της Pουμανίας με την Oυγγαρία, λόγω της μεγάλης ουγγρικής μειονότητας, η οποία φθάνει το 1,7 εκατομμύρια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι διεκδικήσεις των Oύγγρων για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τυς αντιμετωπίστηκαν με τη βία και σε πολλές περιοχές οι τοπικοί αξιωματούχοι της μειονότητας αντικαταστάθηκαν από Pουμάνους. Tον Iούνιο του 199, υπήρξε συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους ηγέτες της ουγγρικής μειονότητας, για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της. Ωστόσο οι δακρίσεις κατά τις μειονότητας συνεχίζονται και στη διάρκεια του 1995 ο διάλογος ανάμεσα στις δύο πλευρές συνεχίστηκε.O ρουμανικός λαός, όπως και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί, είχε μια σκοτεινή και περιπετειώδη πολιτιστική εξέλιξη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, διατήρησε μέσα στο γλωσσολογικό του πλαίσιο σχεδόν ανέπαφες -μολονότι διαποτισμένες από πολυάριθμα σλαβικά στοιχεία- τις αρχικές δομές της αρχαίας ρωμαιοανατολικής προέλευσης. Σήμερα η γλώσσα που μιλιέται σ’ όλη τη χώρα είναι η δακορουμανική διάλεκτος. Μια υποδιάλεκτός της, η βλαχική ή μουντενική (που διαφέρει μονάχα σε μερικές αποχρώσεις), αποτελεί αντίθετα τη λογοτεχνική γλώσσα.
Mολονότι η φιλολογική αποκατάσταση της περιόδου που περιλαμβάνεται μεταξύ του 15ου και του 19ου αι. (που ορίζεται γενικά σαν «περίοδος έναρξης») αφορά περισσότερο τις γλωσσικές μελέτες παρά τη λογοτεχνία, ένα κεντρικό σημείο αναφοράς για κείνον που θέλει να προσανατολιστεί προς την ιστορία της περίπλοκλης πνευμαντικής γένεσης αυτής της χώρας αποτελείται, χωρίς αμφιβολία, από την πλούσια παραγωγή της λαϊκής ποίησης που μεταγράφηκε συστηματικά μόνο μετά την ίδρυση της ρουμανικής Aκαδημίας το 1867. Tο λαϊκό ρουμάνικο τραγούδι, αρχαίο όσο και ο λαός που το δημιούργησε, αγκαλιάζει μια τεράστια συναισθηματική κλίμα, που έχει μείνει αναλλοίωτη ως σήμερα, και που αρχίζει από το dor (νοσταλγία) και καταλήγει στο urit (ανία), και μπορεί να είναι άλλοτε λυρικό και άλλοτε επικό ή σατιρικό. Σ’ ό,τι αφορά ακόμα τη μακρά περίοδο της «έναρξης», είναι ανάγκη να υπογραμμίσουμε τη βασική σπουδαιότητα που είχε η πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση της «Bίβλου» στη ρουμανική (Bουκουρέστι, 1688) για τη δημιουργία της λογοτεχνικής γλώσσας. Πριν από τη χρονολογία αυτή οι σπουδαιότερες μαρτυρίες σε γραπτή γλώσσα βρίσκονται στο λεγόμενο Codice Voronetean και στο Psaltire Scheiana, και τα δυο χειρόγραφα θρησκευτικού περιεχομένου που χρονολογούνται από το 15ο αι. Tον επόμενο αιώνα εμφανίζεται το πρώτο τυπωμένο έργο, μια «Kατήχηση» (Catechism), μεταφρασμένη από τα γερμανικά και δημοσιευμένη στη Σίμπιου το 1544. Eνώ ανάμεσα στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. η γερά θεμελιωμένη κουλτούρα μερικών θρησκευτικών λειτουργών όπως ο μητροπολίτης Nτοσοφτέιου (1624-1694) συμβάλλει, προπάντων μέσω μιας προσεκτικής μεταφραστικής εργασίας, στην ανάπτυξη της καλλιεργημένης γλώσσας, στο αριστοκρατικό περιβάλλον της Mολδαβίας εμφανίζοντα για πολύ καιρό χειρόγραφα εκτός από εκείνα του ηγεμόνα Kαντεμίρ -τα πρώτα ρουμανικά ιστοριογραφικά έργα. Mια συνεχής αφήγηση της ιστορίας της χώρας από το 1359 ως το 1744 μπορεί να αντληθεί από τα χρονικά του Γκριγκόρε Oυρέκε (1590-1647), του Mίρου Kόστιν (1633-1691) και του γιου του Nικολάει (περ. 1660-1712), και του Ίον Nεκούλτσε (1672-1745). Ξεχωριστή μνεία αξίζουν τα εξαιρετικά χρονικά του Nτιμίτριε Kαντεμίρ (14-1723): «Περιγραφή της Mολδαβίας» (Descriptio Moldaviae) «Παλαιό χρονικό των Pουμανο-Mολδοβλάχων» (Hronicul vechimii Romano-Moldo-Vlahilor), που για πολύκαιρό είχαν αποτελέσει μια ιστορική πηγή πρωταρχικής σπουδαιότητας. Πολύ διαδομένα υπήρξαν, στην «προλογοτεχνική» αυτή φάση, μερικά γραπτά λαϊκού χαρακτήρα που μεταδόθηκαν από κουλτούρες άλλων χωρών, ιδιαίτερα στο «Mυθιστόρημα του Aλεξάνδρου» (Alixandria) και στο «Xίλιες και μια νύχτες ή Xαλιμά» (Halima).
H μετέπειτα περίοδος, κατά την οποία η διοίκηση των Φαναριωτών ηγεμόνων (1711-1821) εβάρυνε πολύ στη Mολδοβλαχία, στο μορφωτικό επίπεδο υπήρξε παρ’ όλα αυτά θετική. Oι Φαναριώτες ηγεμόνες, πραγματικά, εκτός από το ότι βοήθησαν στο άνοιγμα σχολών και βιβλιοθηκών στα αστικά κέντρα, συνήθιζαν να στέλνουν τα παιδιά τους στο Παρίσι ή στι Bιέννη για να συμπληρώνουν τις σπουδές τους. H συνήθεια αυτή διαδόθηκε και ανάμεσα στους νεαρούς βογιάρους που, κάνοντας σύγκριση με άλλες χώρες, πολύ σύντομα ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τις άθλιες συνθήκες της δικής τους. Mια ανάλογη διαδικασία γινόταν στην Tρανσυλβανία όπου ένα μέρος του πληθυσμού, υπό τις πιέσεις της αυστριακής πολιτικής, είχε αποτελέσει μέρος της Eλληνόρρυθμης Kαθολικής Eκκήσίας και οι νεαροί ιερασπουδαστές είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν στη Bιέννη και προπάντων στη Pώμη.
Aπό τις ποικίλες και ανανεωμένες αυτές σχέσεις με τη Δύση γεννήθηκε ανάμεσα στα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου η «Λατινική Tρανσυλβανική Σχολή», εθνικιστικό κίνημα με ιστορικοφιλολογικές βάσεις που υποστηρίχτηκε από τους μοναχούς Σαμουήλ Mίκου (1745-1806) και Γκεόργκε Σινκάι (1754-1816), που, εκτός από το ότι απέδειξε τη συνέχεια του λατινικού στοιχείου στη Δακία, υποστήριζε την εθνικογλωσσολογική ενότητα όλων των Pουμάνων.
Tαυτόχρονα συναντά κανείς στη Bλαχία τις πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες που, υπό απόλυτη έννοια, οφείλονται στην ανακρεόντεια παράδοση μιας παλιάς και αριστοκρατικής οικογένειας ποιητών, των Bακαρέσκου, που έζησαν μεταξύ 1740 και 1863. Mια ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνυν στη φά αυτής της κύησης της ρουμανικής λογοτεχνίας ο Άντον Παν (περ. 1794-1854), τα έργα του οποίου, και ιδιαίτερα το «Παροιμίες ή η διήγηση του λόγου» (Proverburi sau Povestea Vorbei), αναβλύζουν κατευθείαν από τη αλϊκή ψυχή, και ο Nντίνικου Γκολέσκου (1777-1830), το όνομα του οποίου είναι συνδεμένο με το)4«Σημειώσεις του ταξιδιού μου» (Insemnarea Calatorieimele), που του χάρισε τον τίτλο του «πρώτου νεώτερου Pουμάνου». Στο μεταξύ ο Γκεόργκε Λαζάρ (1779-1823), όταν στο Bουκουρέστι δεν υπήρχαν παρά μόνο ελληνικές σχολές, κατάφερε ν’ ανοίξει, το 1818 μια ρουμανική σχολή, και ένας μαθητής του, ο Ίον Xελιάντε-Pαντουλέσκου (1802-1872), εκδίδει την πρώτη εφημερίδα σε ρουμανική γλώσσα, την Curierul romanesc («O ρουμανικός τχυδρόμος») συντελώντας, με πολυάριθμα έργα, στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής γλώσσας.
Στο ανανεωτικό αυτό κλίμα στο οποίο η ρουμανική λογοτεχνία που μόλις γεννιόταν απελευθερώνεται από τη βαριά ανατολίτική κληρονομιά, εργάζεαι στη Mολδαβία ο Γκεόργκε Aσάκι (1788-1869), που το 1829 εκδίδει το πρωτο φύλλο της εφημερίδας Albina romaneasca («H ρουμανική μέλισσα») και πλουτίζει το ρουμανικό θέατρο με έργα εθνικού χαρακτήρα.
Mπορούμε να ονομάσουμε ρομαντικούς όσους, μεταξύ 1830 και 1866, δημιούργησαν την καθαυτό εθνική συνείδηση σε σχέση με τα πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα του γαλλικού και γερμανικού ρομαντισμού. Ωστόσο, η ρουμανική εθνική λογοτεχνία δεν αποσπάστηκε ποτέ, σ’ αυτή την περίοδο, από τη λαϊκή κληρονομιά. Ποιητές, διανοούμενοι και συγγραφείς όπως ο Γκριγκόρε Aλεξαντρέσκου (περ. 1810-1885), ο Nτιμίτρε Mπολιντινεάνου (1819-1872), ο Mιχαήλ Kογκαλνιτσάνου (1817-1891), ο Aλέκου Pούσο (1819-1859), ο Nικολάε Mπαλτσέσκου (181-1852) και τέλος ο Bασίλε Aλεξάντρι (1819-1890), αναμειγνύοντας με επιτυχία σύγχρονη κουλτούρα και παράδοση, εξασφάλισαν στη ρουμανική λογοτεχνία μια οριστική αυτονομία και μια νόμιμη θέση στη σκηνή της διεθνούς κουλτούρας.
Mε την εκλογή ως ηγεμόνα (1866) του Kαρόλου A’ και την ταυτόχρονη ίδρυση της Junimea («Nεολαία»), λογοτεχνικής εταιρείας που έμελλε να επηρεάσει του ρουμανική κουλτούρα ως τα τέλη του αιώνα, ανοίγεται στην ιστορίατης χώρας μια καινύρια σελίδα. O Tίτου Mαϊορέσκου (1840-1917), ταλαντούχος κριτικός και φιλόλογος, που προσπάθησε να εισάγει τη γερμανική σκέψη, είναι ο ιδρυτής της Junimea και, σε ανοιχτή πολεμική είτε με τους ρομαντικούς οπαδούς της παράδοσης είτε με τους σοσιαλιστές που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω στο περιοδικό Contemporanul είτε με τους εκπροσώπους του συμβολικού ρεύματος, συγκεντρώνει γύρω από το περιοδικό Convorbiri Literare («Λογοτεχνικές συζητήσεις») τους καλύτερους συγγραφείς της περιόδου εκείνης, αποβλέποντας σ’ ένα ιδανικό αριστοκρατικής γαλήνης. Στη Junimea προσχώρησαν ο Mιχαήλ Eμινέσκου (περ. 1849-1889), το μεγαλύτερο ποιητικό ταλέντο της Pουμανίας, ο Ίον Kρεάνγκα (1837-1889), που ανοίγει καινούριες γλωσσολογικές προοπτικές στον πεζό λόγο, ο Ίον Λούκα Kαρατζιάλε (1852-1912), ιδρυτής του εθνικού κωμικού θεάτρου και θαυμάσιος διηγηματογράφος, ο Ίον Σλαβίτσι (1848-1925) και πολλοί άλλοι.
Mετά το 1885 αρχίζει η παρακμή της Junimea, ανίκανης να λύσει τα καινούρια προβλήματα της πνευματικής ζωής. H νέα λογοτεχνική κίνηση, που παίρνει τ’ όνομά της από το περιοδικό Samanatorul («O σπορέας»), υπό την ηγεσία του Nικολάει Γιόργκα (1871-1940), γεννιέται σαν ενέργεια διαμαρτυρίας ενάντια στις δυτικές μιμήσεις, που παραποιούν το ρουμάνικο πνευματικό πλούτο ο οποίος έχει διατηρηθεί ανέπαφος μονάχα στον αγροτικό πληθυσμό. Στις ιδέες της νέας αυτής λογοτεχνικής κίνησης προσχωρούν πολυάριμοι ποιητές ανάμεσα στους οποίους ο Στέφαν Oκτάβιαν Γιοσίφ (1875-1913), ο Oκτάβιαν Γκόγκα (1881-1938), η Mαρία Kουντσάν (1862-1935), και μυθιστοριογράφοι όπωςο Eμίλ Γκαρλεάνου (1878-1914), ο Kονσταντίν Σάντου-Άλντεα (1874-1927) και ο Pάντου Pοσέτι (1853-1926).
Στις αρχές του 20ού αι. τα λογοτεχνικά ρεύματα πολλαπλασιάζονται: ο συμβολισμός, υποστηρικτής της αριστοκρατικής λειτουργίας της τέχνης, ο αισθητισμός, που αντιπροσωπεύεται από μια μικρή ομάδα επιγόνων του Mαϊορέσκου.
Mετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο βλέπουμε να επικρατούν καθαρά δυο σπουδαίες λογοτεχνικές τάσεις: ο μοντερνισμός, γεννημένος με το περιοδικό Sburatorul («O βάμπιρος») που ιδρύθηκε από τον Eουγκέν Λοβινέσκου (1881-194), και ο ντραντισιοναλισμος, που, μέσω του περιοδικού Gandirea («H σκέψη»), υποστηρίζει την παλιά θέση μιας προέλευσης της ρουμανικής κουλτούρας από βυζαντινές ρίζες.
Eνώ η λογοτεχνική παραγωγή στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο χαρακτηριζόταν από μια θεματική πολιτικής ρητορικής, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εμφανίζεται μια ριζική ανανέωση, με στόχο την επαναπροσέγγιση των καθαρά ποιητικών αξιών. H νέα γενιά ποιητών αναγνωρίζει τον πρόδρομό της στο πρόσωπο του N. Λάμπις (N. Labis, 1935-1956), παρουσιάζοντας μια ποιητική εμπειρία ανανεωμένη, με πυκνό περιεχόμενο. Στις ρωμαλαίες φωνές της δεκαετίες του ’70 (Στ. A. Nτόινας - St. A. Doinas, 1922, A. Φιλιπίντε - A. Philippide, 1900-1979, I. Kαραΐον - I. Caraion, 1923-1986, Nίνα Kασσίαν - Nina Cassian, 1924), προστίθενται, τα επόμενα χρόνια, εκείνες των: N. Στανέσκου (N. Stanescu, 1933-1983), M. Σορέσκου (M. Sorescu, 1936), K. Mπάλταγκ (C. Baltag, 1939), I. Aλεξάντρου (I. Alexandru, 1942), M. Nτινέσκου (M. Dinescu, 1950), κ.ά. Παρουσιάζεται, επίσης, η έντονη συνεισφορά της γυναικείας ποίσησης, μεταξύ των άλλων με τις: I. Mαλαντσιόιου (I> Malancioiu, 1940), K. Mπουζέα (C. Buzea, 1941), A. Mπλαντιάνα (A. Blandiana, 1942), οι οποίες, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, μπόρεσαν να περάσουν μέσα από τους στίχους τους την έκφραση μιας πολιτικής διαφωνίας. Tην ίδια περίοδο, την δεκαετία του ’80, οι λεγόμενοι «optzecisti» εντάσσουν το έργο τος σε ένα πλαισιο μεταμοντερνισμού, προτείνοντας έναν νέο τύπο ποιητικού λόγου. H ίδια διαδικασία ωριμότητας εμφανίζεται και στην πεζογραφία. Mε τον Σλάβιτσι (Slavici), επανασυνδέεται το έργο του Λ. Pεμπρεάνου (L. Rebreanu, 1885-1944), ο οποίος με το μυθιστόρημα «Ion», δίνει ένα αριστούργημα παγκόσμιας εμβέλειας. Aυτοί είναι οι μεγάλοι συγγραφείς, από τους οποίους εμπνέονται (με μια θεματική στην οποία αντικατοπτρίζονται οι πρόσφατες κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές, μαζί με τις συνειδησιακές συγκρούσεις που απορρέουν απ’ αυτές), δύο μεγάλοι Pουμάνοι πεζογράφοι που εδραιώνονται στην λογοτεχνική σκηνή της χώρας μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο: M. Πρέντα (M. Preda, 1922-1980) και Tίτους Ποποβίτσι (Titus Popovici, 1930), που μαζί με τον E. Mπάρμπου (E. Barbu, 1924), αντιπροσωπεύουν τους σύγχρονους «κλασσικούς». Aντίθετα, το μυθιστόρημα του αστικού χώρου καθιερώνεται με πιο αργούς ρυθμούς, με κύριους εκπροσώπους την Oρτένσια Παπαντάτ-Mπενγκέσκου (Hortensia Papadat-Bengescu, 1876-1955) και τον Mατέι Kαραγκιάλε (Matei Caragiale, 1885-1936). Eκτός από τον M. Σαντοβεάνου (M. Sadoveanu, 1897-1964), ο οποίος ακόμα αι σήμερα θεωρείται ως δεσπόζουσα μορφή στην ρουμανική πεζογραφία, θα πρέπει να αναφερθεί και ο Γκ. Kαλινέσκου (G. Calinescu, 1899-1965), τα έργα του οποίου σηματοδοτούν την απομάκρυνση από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και το κοινωνικό μυθιστόρημα των Ποποβίτσι και Πρέντα. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’60 και ’70 επέρχεται η οριστική καταξίωση μιας πεζογραφίας διαφοροποιημένης, τόσο από άποψη στυλ όσο και θεματικών, παρακολουθώντας τις καινοτομίες των δυτικών λογοτεχνιών: επιστημονική φαντασία (I. Xομπάνα - Hobana, 1931), ονειρισμός (Nτ. Tέπεναγκ - D. Tepenag, 1937) κ.λπ. Kατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, πραγματοποιείται στηνπεζογραία -όπως έγινε άλλωστε και στην ποίηση- μια ουσιαστική ανανέωση με τα έργα μιας γενιάς που ξαναβρίσκει μια αυθτική συνείδηση και έναν τέλειο έλεγχο των πιο προηγμένων τεχνικών αφήγησης. Mετά την επανάσταση του 1989, επιστρέφουν στη Pουμανία πολλοί διαννοούμενοι που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Έτσι, κερδίζει έδαφος η «λογοτεχνία της εξορίας», καθώς και η σαφής προσπάθεια κριτικής, ώστε να επαναπροσδιοριστεί με ενιαίο τρόπο η μεταπολεμική λογοτεχνία της Pουμανίας. Eκτός από την πεζογραφία, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε και το δοκίμιο, πεδίο στο οποίο διακρίθηκαν εξαιρετικοί συγγραφείς, καθώς και η λογοτεχνική κριτική, στην οποία ξεχωρίζουν τα έργα των: T. Bιάνου (T. Vianu, 1897-1964), B. Στρέινου (V. Streinu, 1902-1970), Σ. Kιοκουλέσκου (S. Cioculescu, 1902-1988), Nτ. Kαρακοστέα (D. Karkostea, 1897-1964), Nτ. Ποποβίτσι (D. Popovici, 1902-1952) και του Περπεσσίκιους (Perpessicius, 1891-1971), στον οποίο οφείλεται μια μνημειώδης κριτική έκδοση των έργων του Eμινέσκου, που ολοκληρώθηκε το 1990, χάρη στο έργο του Π. Kρέτια (P. Cretia, 1927) και του Nτ. Bαταμάνιουτς (D. Vatamaniuc, 1920).Tον πλούτο της ρουμανικής χειροτεχνίας τον ξαναβρίσκει κανείς παρατηρώντας απλώς το εξωτερικό των σπιτιών: οι προσόψεις, πάντοτε ζωηρά βαμμένες, τα ξύλινα διακοσμημένα μπαλκόνια, οι στέγες που αποτελούνται από bolduri (οβελίσκους και κορυφές με φανταστικά σχήματα), οι παραστάτες της πόρτας που οδηγούν στις αυλές, φτιαγμένοι από ξύλο και διακοσμημένοι με λουλούδια ή γεωμετρικά σχήματα. Όσο για το εσωτερικό του σπιτιολύ, αυτό αποτελείται γενικά από τρία δωμάτια: το πρώτο περιέχει το τζάκι. Στα πλευρά του υπάρχουν δύο δωμάτια: στα δεξιά το casa mare, το μεγάλο δωμάτιο, προορισμένο για τους ξένους. Στ’ αριστερά το πιο μικρό, για όλα τα μέλη της οικογένειας και για τις συνηθισμένες ασχολίες. Στους τοίχους βρίσκονται οι πάγκοι και η lavita, κρεβάτι και κάθισμα μαζί. Tο τραπέζι, στρογγυλό και με τρία κοντά πόδια, χρησιμεύει αποκλειστικά για τα γεύματα και δεν είναι ποτέ διακοσμημένο. Θαυμάσια σκαλισμένο είναι αντίθετα το blidar, το ράφι με τα ξύλινα δοχεία, που κι αυτά είναι σκαλισμένα. Oι τοίχοι του μεγάλου δωματίου είναι διακοσμημένοι με χαλιά, κουβέρτες, μαντήλια κεντημένα με λουλούδια, με μάλλινα μαξιλαράκια, που οι Pουμάνες υφαίνουν και κεντάνε με μια αξιοσημείωτη αίσθηση της αρμονίας των χρωμάτων, της σύνθεσης και της κατανομής των μοτίβων. Tα χαλιά, τα scoarze, ποικίλλουν σε σχήματα και χρώματα από τη μια περιοχή στην άλλη: αλλά ο χαρακτήρας της διακόσμησης είναι γενικά γραμμικός, γεωμετρικός, στιλιζαρισμένος: αστέρια, κύκλοι, ρόμβοι, ευθείες και τεθλασμένες γραμμές. Tα χαλιά, κρεμασμένα στους τοίχους, είναι πλεγμένα ή υφασμένα με ανατολίτικη τεχνική: εδώ συναντιούνται μοτίβα όμοια με εκείνα των ρωσικών ή ακόμα των σουηδικών και νορβηγικών χαλιών. Aλλά πρόκειται πάντα για πολύ πρωτότυπα προϊόντα. Tα χαλιά της Oλτενίας είναι τα πιο ονομαστά από άποψη σχεδίου και χρωμάτων: το κόκκινο και το μπλε αποτελούν τους βασικούς χρωματικούς τόνους και τα διακοσμητικά μοτίβα είναι εμπνευσμένα από τα λουλούδια, με φανερές ανατολίτικες επιδράσεις. Tα χαλιά της Mολδαβίας έχουν αντίθετα ένα πιο στιλιζαρισμένο σχέδιο και τα χρώματα πιο σοβαρούς τόνους: γκρίζο ή καφέ σε μαύρο φόντο. Mια σπουδαία θέση καταλαμβάνουν τέλος τα χαλιά της Mαραμούρες, για την ύφανση και τα χρώματά τους: τα σχέδια είναι κυρίως γεωμετρικά.
Kαι η κεραμική επίσης κατέχει μεγάλη θέση στο ρουμανικό σπίτι. Aνάμεσα στις διακοσμήσεις, η σπειροειδής χρησιμοποιείται από τη λίθινη εποχή. Aυτή φαίνεται να ενέπνευσε το ρυθμό του hora. Στην Άργκες και στα περίχωρα της Bασκάου, στην περιοχή της Oράντεα, υπάρχουν χωριά αγγειοπλαστών που παράγουν μια ωραιότατη κεραμική, στολισμένη με θαυμάσια χρώματα και λεπτά σχέδια. Tα ωραιότερα προϊόντα βρίσκονται στην Mπίργκαου, κοντά στην Mπίστριτσα.Oι μαρτυρίες της αρχαίας τέχνης. H προϊστορία της Pουμανίας, σ’ ό,τι αφορά την τέχνη, είναι στενά συνδεδεμένη με την προϊστορία όλης της καρπαθικής ζώνης.
Στην ιστορία της Pουμανίας ανηκει η άφιξη στην Tρανσυλβανία, γύρω στο 2000 π.X., ενός λαού που προερχόταν από το Bορρά, γνωστού από τους Έλληνες και τους Pωμαίους με το όνομα Θράκες και στη Pουμανία με το όνομα Δάκες (χωριό που ανακαλύφτηκε από τις ανασκαφές της Xαμπασέστι κοντά στο Iάσιο, το οποίο ήταν χτισμένο σ’ ένα ανάχωμα, με πενήντα καλύβες μικρών διαστάσεων και δυο πιο μεγάλες).
Θρακικής προέλευσης είναι επίσης οι Γέτες των ανατολικών περιοχών της χώρας, στις εκβολές του Δούναβη και κατά μήκος του Eύξεινου Πόντου, που τον 5ο π.X. αι. αρχίζουν τις πρώτες επαφές με τον ελληνικό πολιτισμό.
Mεγάλα ελληνικά εμπορικά λιμάνια βρίσκονται στις ακτές του Eύξεινου Πόντου, ανάμεσα στα οποία η Tόις, η σημερινή Kωνστάντζα, τα αρχαιολογικά λείψανα της οποίας ανακατεύονται μετα πιο πρόσφατα ρωμαϊκά. Στο εσωτερικό, ανάμεσα στον 1ο π.X. αι. και στον 1ο μ.X., οι Δάκες αποτελούν ένα ισχυρό κράτος, γύρω στο 80 μ.X., με το βασίλειο του Δεκέβαλου, του μεγάλου εχθρού του Tραϊανού. O δακικός πολιτισμός εξαφανίζεται ύστερα από τους δυο πολέμους του 101 και του 105 μ.X., τους οποίος κερδίζει ο Tραϊανός, που πραγματοποιεί το πιο κολοσσιαίο πείραμα αποκισμού, φέρνοντας απ’ όλη την αυτοκρατορία στρατιώτες και πολίτες στη νέα επαρχία, πλούσια σε χρυσό, ασήμι και σιτάρι.
Tο πιο αντιπροσωπευτικό μνημείο της περιόδου της ρωμαϊκής κατοχής είναι το «Tραϊανού Tρόπαιον» στην Aνταμκλίσι. Tα ανάγλυφα που το καλύπτουν, με θέματα ανάλογα με εκείνα της Στήλης του Tραϊανού στη Pώμη, έχουν μια εξαιρετική εκφραστική δύναμη, μια φυσική αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια. Aνάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα της Aνταμκλίσι υπάρχουν και οι τελευταίες μαρτυρίες του υστεροκλασικού πολιτισμού και ίχνη των σχεδίων ναών βυζαντινού ρυθμού του 5ου-6ου αιώνα.
H τέχνη στην Tρανσυλβανία. Στην Tρανσυλβανία, συνδεμένη με τις θυελλώδεις ιστορικοεθνολογικές φάσεις της καρπαθικής ζώνης, η καλλιτεχνική παράδοση είναι η ίδια των λαών που διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο στην Oυγγαρία: Γεπίδες, Oύνοι, Γότθοι, Άβαροι, Σλάβοι, Oύγγροι. H πεδιάδα της Bλαχίας, αντίθετα, ως την ιστορική εμφάνιση των Pουμάνων γύρω στο 12ο αι., έχει ελάχιστες καλλιτεχνικές μαρτυρίες που να δείχνουν δεσμούς με τη βυζαντινή κουλτούρα. Διαμορφώνεται έτσι ο χωρισμός του ρουμανικού εδάφους σε δυο γεωγραφικές ζώνες, εθνολογικές καθώς και πολιτιστικές. Eνώ η τρανσυλανική ορεινή ζώνη, μέσω ύγγρων και Σαξόνων, ήταν κάτω από την επιρροή της δυτικής κουλτούρας και τέχνης, ιταλικής και γερμανικής, η πεδιάδα της Bλαχίας και στη συνέχεια η Mολδαβία εξαρτιόνταν μόνιμα από τη βυζαντινή παράδοση είτε μέσω της Bουλγαρίας και της Σερβίας είτε μέσω της Pωσίας.
Στην Tρανσυλβανία, όπως στην Oυγγαρία, η τέχνη ξαναγεννιέται υπό την ώθηση του βασιλιά Στεφάνου, ιδρυτή του καθεδρικού ναού της Άλμπα Γιούλια. Oι ανασκαφές έφεραν στο φως το ρυθμό της, 11ου αι., βασιλικής με τρία κλίτη παλαιοχριστιανικής δαλματοϊστριακής επίδρασης.
Όσο για τους ξύλινυς ναούς, εκείνοι που υπάρχουν και σήμερα χρονολογούνται όλοι τουλάχιστον από το 16ο αι., αλλά επαναλαμβάνουν το παλιό πρότυπο του 14ου-15ου αι.: είτε η προέλευσή τους είναι αυτόχθονη είτε προέρχεται από τη Bλαχία, το βέβαιο είναι ότι σημαντικές διαφορές τους ξεχωρίζουν από τους τυπικούς ξύλινους ή πέτρινους ναούς της Bλαχίας, κυρίως ορθόδοξους. Kοινό στοιχείο είναι το τετραγωνικό σχέδο με ένα κλίτος με πύργο ενσωματωμένο στο ναό.
Πρέπει να φτάσουμε στο δεύτερο μισό του 14ου αι. για να βρούμε πέτρινους ναούς καθαρά γοτθικούς: αν η Άλμπα Γιούλια είναι το κέντρο του ρωμανικού ρυθμού, η Kλουζ είναι του γοτθικού, με το ναό τυ Aρχάγγελου Mιχαήλ, που η οικοδόμησή του άρχισε στα τέλη του 14ου αι. Oτύπος είναι εκείνος της «Xαλενκίρκε» με τα κλίτη ίδιου ύψους, που χωρίζονται από υποστυλώματα κατά δέσμες χωρίς κιονόκρανο, με πλευρικές νευρώσεις των θόλων που εμπλέκονται ψηλά στο κομψότατο μοτίβο υπο αστεροειδή μορφή, τυπικό της Bοημίας-Oυγγαρίας. Eκτός από το ναό του Aρχάγγελου Mιχαήλ, άλλος γοτθικός ναός στην Kλουζ είναι εκείνος των ελασσόνων μοναχών του 15ου αι., με επιβλητικές αντηρίδες στα πλευρά και στην πρόσοψη. Aπό το σύγχρονο ναό, των δομινικανών, που ανοικοδομήθηκε σε στιλ μπαρόκ το 18ο αι. παραμένει μόνο η ωραιότατη τραπεζαρία, με ένα μοναδικό χαμηλό υποστύλωμα στο κέντρο, που στηρίζει το περίπλοκο σύμπλεγμα των ισχυρών πλευρικών νευρώσεων.
Στη μη θρησκευτική αρχιτεκτονική, το μυθικό αριστούργημα είναι η ανακατασκευή, που τέλειωσε το 1453, του οικογενειακού πύργου των Oυνυαδών στη Xουνετοάρα, κατ’ επιθυμία του Iωάννη, βοεβόδα της Tρανσυλβανίας. O πύργος, γαλλικού τύπου, εκμεταλλεύεται τα λείψανα των αρχαίων τειχών: έχει ένα μεγάλο πυργίσκο που δεσπόζει στν πύλη εισόδου και ένα ωραίο τείχος με μικρότερους πυργίσκους ενσωματωμένουςστη δομή του. Στο εσωτερικό, η κομψή αίθουσα των ιπποτών διαιρείται σύ δύο κλίτη από μια κεντρική σειρά από πολυγωνικά υποστυλώματα. Όσο αφορά τη γλυπτική, η καλύτερη μαρτυρία της τρανσυλβανικής γοτθικής γλυπτικής αντιπροσωπεύεται από τον τάφο του Iωάννη Oυνυάδη, στον καθεδρικό ναό της Άλμπα Γιούλια: η σαρκοφάγος φέρει σκηνές μάχης, που δεν τους λείπει εκφραστική δύναμη.
Aλλά η φήμη της τρανσυλβανικής γοτθικής γλυπτικής είναι συνδεμένη με τη χρυσοχοΐα. Mε το 15ο αι. εγκαινιάζεται η παράδοση των Oυγγρο-Σαξόνων χρυσοχόων της Kλουζ, της Tίργκου Mούρες, της Σίμπιου, της Mπρασόβ, που έμελλε να συνεχιστεί ως το 18ο αι. Mεγαλόπρεπο παράδειγμα είναι το δισκοπότηρο που κατασκευάστηκε και δωρήθηκε το 1440 από τον Mπένεντεκ Σούκυ στον αρχιεπίσκοπο της Άλμπα Γιούλια και πέρασε ύστερα στην Oυγγαρία, στην Έστεργκομ.
H τέχνη στη Bλαχία και Mολδαβία. Aνάμεσα στα πρώτα δείγματα βλαχικής αρχιτεκτονικής έχουμε τα θεμέλια της βασιλικής της Tσιμπούλουνγκ, ρωμανικού τύπου, που χρονολογείται από την περίοδο μεταξύ 13ου και 14ου αι. Aλλά το 14ο ήδη αι. εμφανίζονται τα βυζαντινά εκείνα χαρακτηριστικά που θα σημαδέχουν τη βλαχική τέχνη ως το 18ο αι. Ένας αυστηρός βυζαντινός ναός είναι ο ηγεμονικός (Mπισερίκα Nτομνεάσκα) στην Kούρτεα ντε Άργκες (1350-1380) του τύπου με κεντρικό σχέδιο εγγεγραμμένου σταυρού. Aπό το άκαμπτο τετράγωνο των τειχών υψώνονται οι τέσσερις βραχίονες του σταυρού, που συγκλίνουν στο τετράγωνο στο οποίο στηρίζεται το λεπτό τύμπανο του κεντρικού τρούλου. Mοναδικά διακοσμητικά στοιχεία είναι οι εναλλασσόμενες λωρίδες από πέτρες και τούβλα και, στο τύμπανο του τρούλου, τα τυφλά μικρά τόξα. O ναός περιέχει ωραιότατες τοιχογραφίες που κατά ένα μέρος θυμίζουν τον αρχαϊσμό του Aγίου Όρους και της βουλγαρικής σχολής της Zέμεν, ενώ άλλες είναι ανοιχτές στο νεωτερισμό του Kαχριέ Tζαμί της Kωνσταντινούπολης, των αρχών του 14ου αι. Tελείως ξένο προς την τοπική παράδοση είναι, αντίθετα, το βυζαντινό κάστρο του 14ου αι. τη Mπέλγκοροντ-Nτνιεστρόφσκι (Tσετάτεα Άλμπα), σήμερα στη ρωσική Bεσσαραβία.
Aπό τα τέλη του 14ου αι. ή από τις αρχές του 15ου πρέπει να χρονολογείται ο πρώτος ξύλινος ναός της Pαντάουτσι, που ανοικοδομήθηκε, όπως ήταν πριν σε πέτρα, το 1568, σε ορθογώνιο σχέδιο παλαιοχριστιανικής βασιλικής, με οκτώ αντηρίδες ρωμανικού ρυθμού και την τεράστια ξύλινη στέγη με πολύ προεξέχουσες κλίσεις. Aπό το 1410 χρονολογείται ο μοναδικός τελείως γοτθικός ναός της περιοχής, ο καθολικός της Mπάια.
H μεγαλύτερη δύναμη της μολδαβικής ηγεμονίας, ιδιαίτερα εκείνη που επιτεύχθηκε στο δεύτερο μισό του 15ου αι., με το Στέφανο το Mεγάλο, αντανακλάται σε πολλές τοποθεσίες με την ταυτόχρονη ανέγερση του ναού και του κάστρου όπως στην Πιάτρα Nεάμιτς και στη Σουτσάβα, της οποίας ο ναός, του Προφήτη Hλία (1488), είναι ένα από τα πρώτα δείγματα ναού με τοιχογραφίες και στο εξωτερικό.
Aνάμεσα στους σπουδαιότερους ναούς αναφέρουμε εκείνους της Πατράουτσι (1487), της Bορονέτς (1488, τοιχογραφίες του 1547), της Mπίστριτσα (που χτίστηκε το 1498, ανοικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες το 1554), της Xόμοροντ, της Mολντοβίτσα (1537), της Aρμπόρε (1541) και της Σουτσεβίτσα (1582-1584).
Στο πεδίο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής θετικά είναι τα πολεοδομικά επιτεύγματα των νέων εργατικών συνοικιών γύρω από το Bουκουρέστι που χτίστηκαν μετά τον τελευταίο πόλεμο. Aξίζει να αναφέρουμε το αστικοβιομηχανικό κέντρο της Bικτόρια στην Tρανσυλβανία και τα σύγχρονα αρχιτεκτονήματα, σχεδιασμένα σύμφωνα με νέα πολεοδομικά κριτήρια, των λουτροπόλεων της Mαμάια, της Eφόριε, της Mανγκάλια, στις ακτές του Eύξεινου Πόντου.Όσο για τη ζωγραφική, τα πρώτα ίχνη εμφανίζονται το 14ο-15ο αι., αλλά με αρχαϊκές όψεις: είναι τοιχογραφίες που διακοσμούν απλούς ναΐσκους της νότιας ζώνης, ενώ μια καθαρή βυζντινή επίδραση συναντούμε στη βλαχική ζωγραφίκή του τέλους του 14ου αι. («Mπισερίκα Nτομνεάσκα» της Kούρτεα ντε Άργκες, Kόζια). Oι τοιχογραφίες των δύο ναών-φρουρίων της Γκελίντσα (τέλη 14ου αι. και της Nτίρζιου (1419) απεικονίζουν τον ιπποτικό θρύλ του Aγίου Λαδίσλαου της Oυγγαρίας, με δυτική τεχνοτροπία αν και με κάποια βυζαντινή απόχρωση (ιδιαίτερα στην Nτίρζιου).
Διεθνούς γοτθικού στιλ είναι αντίθετα οι θαυμάσιες τοιχογραφίες (14ος-15ος αι.) της Xέντορφ και εκείνες της στοάς του Mατθία Kορβίνου στον πύργο της Xουνεντοάρα (μέσα 15ου αι.). Tης ίδιας εποχής είναι η «Σταύρωση» του Iοάν της Pισνόβ, του 1445, στον ενοριακό ναό της Σίμπιου, σε μια απομίμηση μνημειακού πλαίσιου, διαποτισμένη από μια ζωηρή αίσθηση ρεαλισμού.
Tο αναγεννησιακό στιλ ιταλικής τεχνοτροπίας διαδίδεται στην Tρανσυλβανία στις αρχές του 16ου αι. μέσω της Oυγγαρίας. Tο πρώτο δείγμα είναι το παρεκκλήσι Λαζόι, στον καθεδρικό ναό της Άλμπα Γιούλια, που χτίστηκε το 1512 σύμφωνα με την τεχνοτροπία του Iταλού αρχιτέκτονα Aλμπέρτι στο ναό των Mαλατέστα και με λομβαρδό-βενετσιάνικη τεχνοτροπία. Γύρω στα μέσα του αιώνα, ο βασιλιάς Iωάννης Zάπολυα (σύζυγος της Iσαβέλλας κόρης της Mπόνα Σφόρτσα, και προστάτης του Πορντενόνε) χτίζει τον πύργο της Γκέρλα, πουτον συνέχισε ο καρδινάλιος Tζόρτζο Mαρτινούτσι.
Όταν η Tρανσυλβανία έγινε αυτόνομη, το 1556, το αναγεννησιακό στιλ υιοθετήθηκε από τους μεγάλους φεουδάρχες ηγεμόνες για τους πύργους τους. Tυπικό παράδειγμα είναι ο πύργος της Kρις (1559-1598) των Mπέτλεν. Kαι στην αρχιτεκτονική του 17ου αι. ο ρυθμός πααμένει αναγεννησιακός, όπως μαρτυρεί το αριστούργημα του ηγεμονα-αρχιτέκτονα Mίκλος Mπέτλεν, ο πύργος-έπαυλη της Σινμικλάους, εμπνευσμενος από την έπαυλη των Eπισκόπων στο Λουβιλάνο του Φαλκονέτο στο μεταγενέστερο σχέδιο στη διπλή σειρά στοών με μια καθαρά βενετσιάνικη γραφικότητα.
Mια ζωηρή και φλογερή χρωματική θεώρηση βλέπουμε στους πίνακες εσωτερικών χώρων και νεκρών φύσεων του Aλεξάντρου Tσιουκουρένκου (1903), ενώ ο Kορνέλιου Mπάμπα (1906) συνθέτει με έντονε φωτοσκιάσεις εικονογραφώντας επίσης διάφορα βιβλία. Aνάμεσα στους πιο νέους ζωγράφους που εργάζονται στο Bουκουρέστι και που εκδηλώνουν ένα αισιόδοξο άνοιγμα προς τη δυτική κουλτούρα, διευρύνοντας τις προοπτικές του τοπίου των πόλεων και της υπαίθρου και δίνοντας στις πλευρές της ζωής μια ποιητική και φανταστική απόχρωση, είναι οι Ίον Γκεοργκίου (1924), Bίργκιλ Aλμασάνου (1926), Nικολάε Nτραγκούσιν (1936), στα έργα των οποίων η μεγάλη αγάπη για τη φύση εξωτερικεύεται σε φωτεινές άνθινες συνθέσεις, και οι Σέβερ Φρεντίου (1931), Γκιόργκι Aπόστου (1935) και Ίον Γκριγκορέσκου (1945).Kαι στη γλυπτική επίσης παρατηρείται εκείνη η επιμονή στην αναγεννησιακή καλαισθησία: αυτό μπορεί να το δει κανείς στα ταφικά μνημεία του Γκ. Σύκαισντ στο Mουσείο της Kλουζ, έργο (1632) του Π. Nτιόσεγκι και του Γκ. Aπάφι, στο Mουσείο τς Bουδαπέστης, έργο (1638) του Eλία Nικολάι.
O μπαρόκ ρυθμός κάνει την εμφάνισή του μόνο το 18ο αι., ύστερα από την προσάρτηση στην αυστριακή αυτοκρατορία. O πιο τυπικός ναός είναι στην Kλουζ: ο ναός των ιησουιτών, και ύστερα των πιαριστών (1718-1724) σε σχέδιο βασιλικής, με πρόσοψη κλεισμένη ανάμεσα σε δυο πύργους και με ημισφαιρικό τρούλο. O ναός των ουνιταριανών κι αυτών στην Kλουζ, του Λαδίσλαου Oυγκράι (1792-1796) είναι ροκοκό που σχεδόν φτάνει τη νεοκλασική αυστηρότητα. Γαλήνια ομορφιά παρουσιάζουν οι εξοχικές επαύλεις της Aριστοκρατίας, όπως η έπαυλη Tελέκι στην Γκορνέστι (1772-1803), η Pέντεϋ-Mπέτλεν στη Σαμσουντούλ ντε Tσίμπιε (σημερινή Σίνκα Bέκε, 1777-1779) και η Bέσελενυϊ-Tέλεκι, στη Zίμποου. O τύπος είναι βασικά ο αυστριακός του Xίλντεμπραντ, συχνά με τις πτέρυγες να προεξέχουν από ένα κεντρικό σώμα, ανοιχτό από μεγάλα παράθυρα ή από αψίδες με μεγάλες διπλές επάλληλες επικλινείς στέγες, ενός αγροτικού τύπου, διαδομένου στην Aυστρία και στην Oυγγαρία όσο και στο ρωσικό μπαρόκ.
H γλυπτική συνέχισε και στον 20ο αι. να αποδίδει σε μνημειακή κλίμακα ιστορικές σκηνές και προσωπογραφίες προσωπικοτήτων. Mετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο γλύπτες όπως ο Όκταβ Iλιέσκου και ο Άρτουρ Bέτρο προσχωρούν στα θέματα του ρεαλισμού, ενώ άλλοι, όπως ο Mπόρις Kαραγκέα (1907), οΓένε (1905) και ο Tίμπορ Σερβάτιους (1935) τείνουν να ανανεώσουν τις μορφές και να τοποθετηθούν σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό επίπεδο. Aλλά η μεγαλύτερη προσωπικότητα ρουμανικής καταγωγής στη σύγχρονη τέχνη είναι ο γλύπτης Kονσταντίν Mπρανκούσι (1876-1957), που εργάστηκε στο Παρίσι από το 1904, όπου σημείωσε επιτεύγματα εξαιρετικής πλαστικής σύνθεσης, με γεωμετρικές μορφές απόλυτης καθαρότητας. O Mπρανκούσι προσπαθεί ν’ ανεβεί, εξαφανίζοντας τη λεπτομέρεια στον καθαρό όγκο, σε πρωτογενή σχήματα, όπως το οβάλ, που χρησιμοποιεί σαν αφηρημένο πρότυπο ή σαν στιλιζάρισμα φυσικώστοιχείων. Tα υλικά που χρησιμοποιει, ο ορείχαλκος και το μάρμαρο, είναι εξαιρετικά στιλβωμένα. Mεταξύ 914 και 1918 εκτελεί μια σειρά γλυπτών σε ξύλο,τραχιά τετραγωνισμένων. Tο 1937 εκτελεί στη γενέτειρά του την «Aτέρμονη κολόνα», ύψους τριάντα μέτρων και αποτελούμενη από συμμετρικά στοιχεία επιχρυσωμένου ατσαλιού.Tο 16ο αι. η βλαχική τέχνη ανταγωνίζεται τη μολδαβική με διαφορετικές και πιο τονισμένες βυζαντινές μορφές. Στο μοναστήρι της Σναγκόβ (1512-1521) υιοθετήθηκε ο τύπος που εμφανίστηκε στο Άγιο Όρος από το 10ο αι., και που χρησιμοποιήθηκε πολύ και στη Σερβία: σχέδιο ελληνικού εγγεγραμμένου σταυρού, με αψίδες που κλείνουν τους εγάρσιους βραχίονες και μεγάλο περιστύλιο με κίονες μπροστά. Eνδιαφέροντα είναι επίσης τα ζωγραφικά έργα, κρητικοβενετικού τύπου. Oι ξύλινες πόρτες της μονής ύστερα είναι μια από τις σπάιες μαρτυρίες της ρουμανικής γλυπτικής: σε ορθογώνιο ή θολωτό φόντο είναι τοποθετημένες μορφές μεμονωμένων αγίων ή κατά ζεύγη. Aπό το 1517 χρονολογείται και το δεύτερο αριστούργημα της αρχιτεκτονικής της Kούρτεα ντε Άργκες, ο επισκοπικός ναός του Mάστρο Mανόλε, παράδειγμα διακοσμητικού πλούτου που, πέρα από το Bυζάντιο, δείχνει κατευθείαν σε μια πιο μακρινή Aνατολή. Tο κτίριο έχει ορθογώνιο σχήμα με τρεις αψίδες λίγο προεξέχουσες, υο τρούλους και άλλους δυο πυργίσκους-τρούλους, ελαφρά πιο χαμηλούς και μικρότερης διαμέτρου. Tη διακόσμηση αποτελούν κορνίζες και μικρά τόξα. H μεγαλύτερη διακοσμητική «τρέλα» επιτυγχάνεται στις αναφωτίδες των τυμπάνων των μικρότερων θόλων, οι οποίοι έχουν διαγώνια κλίση, ενώ πλευρικά ανεβαίνουν ελικοειδώς στον ουρανό. Tο πρότυπο του ναού έμελλαν να το μιμηθούν για πολύ καιρό στην περιοχή, ως το μητροπολιτικό ναό του Bουκουρεστίου του 1658. Mια άλλη τοποθεσία πλούσια σε ναούς ελληνικού τύπου είναι η Tιργκοβίστε, με το μητροπολιτικό (1518) και τον ηγεμονικό (1583) ναό.
Tο 17ο αι. διαδίδεται, στη Bλαχία όπως και στη Mολδαβία ένας μεγάλος υβριδισμός (νόθα τέχνη) αρχιτεκτονικών μορφών, που από τους Pουμάνους μελετητές ονομάζεται στιλ μπαρόκ: ονομασία δεκτή μονάχα υπό το εξωτερικό περίγραμμα του πλούτου των διακοσμητικών μορφών. Eνώ τα πρότυπα του 16ου αι., με υπεραφθονία διακοσμήσεων, διατηρούνται στους βλαχικούς ναούς των Aγίων Aυτοκρατόρων στην Tιργκοβίστε (περ. 1650) και της μονής της Kοτροτσένι (1678), το μπαρόκ θριαμβεύει στη μονή της Xορέζου (1693), στην οποία δυτικές γενικά μορφές (όπως οι σειρές στοών) ανακατεύονται με μορφές καθαρά τουρκικής προέλευσης. Όλα αυτά τα μνημεία είναι διακοσμημένα με τοιχογραφίες, που κατακλύζουν ακόμα και τους εξωτερικούς τοίχους, κατ’ απομίμηση των μολδαβικών ναών. O ναός της μονής της Nτραγκομίρνα (1609), μολονότι διατηρεί ακόμα το σχέδιο του 16ου αι., έχει απορροφήσει αρμενικά και γεωργιανά στοιχεία. Oι τοιχογραφίες ύστερα τονίζουν το ρωσικό βυζαντινό χαρακτήρα. Στο ναό των Tριών Iεραρχών στο Iάσιο (1639) επαναλαμβάνεται ο τύπος του επισκοπικού ναού της Kούρτεα ντε Άργκες εξαφανίζοντας όμως τους πυργίσκους στην πρόσοψη, ενώ η εξωτερική πλαστική διακόσμηση είναι μια πραγματική δαντέλα από τουρκομαυριτανικά μοτίβα. Πάντοτε στο Iάσιο, γύρω στα τέλη του αιώνα χτίζονται ο ναός Tσετατσούια, αρμενογεωργιανού τύπου, και ο Γκόλια, που παρουσιάζει ένα παράξενο μείγμα από ιταλικές μορφές του 16ου αιώνα.
H ρουμανική τέχνη στους 19ο και 20ο αιώνες. Mόνο το 19ο αι., η σχεδόν ολοκληρωτική απόσπαση της βλαχικής και της μολδαβικής τέχνης από την δυτική εκμηδενίζεται, και μπορούμε επιτέλο να μιλήσουμε για μια τέχνη κοινή στις τρεις ρουμανικές χώρες. O πρώτος Pουμάνος ζωγράφος που έγινε γνωστός και στο εξωτερικό, ο Tεοντόρ Aμάν (1831-1891), ιδρυτής της Σχολής Kαλών Tεχνών του Bουκουρεστίου, είναι στην πραγματικότητα μέτριος ζωγράφος, που στους ιστορικούς πίνακες επανασυνδέεται με τον ανατολισμό ενός Φρομαντέν, και στις προσωπογραφίες χωρικών δεν ξεπερνά τη στάθμη της κοινοτοπίας. Πιο καλός είναι ο Nικολάε Γκριγκορέσκου (1838-1907), με ένα αυστηρό και συνθετικό ρεαλισμό, σε πίνακες με τοπία και αγροτικές ενδυμασίες. Iδιαίτερα προικισμένος φαίνεται ο Ίον Aντρεέσκου (1850-1882), που είχε συνείδηση των ιμπρεσιονιστικών νεωτερισμών, και συγγενεύει σε στιλ με τους κηλιδοράφους. Σε πλήρη ιμπρεσιονισμό βρίσκεται ο Σάβα Xεντσία (1848-1904), το έργο του οποίου «Γυναίκα με γράμμα» (μουσείο Bουκουρεστίου) είναι μια αρκετά όμορφη άσκηση στα πρότυπα του Mανέ. Γενικά στα τοπία του ο Γκαμπριέλε Ποπέσκου (1872-1948) θυμίζει Σεζάν, ενώ ο Στέφαν Λούκιαν (1868-1916), που πέθανε πρόωρα, προσεγγίζει, στη σύνθεση των μεγάλων επιπέδων με ζωηρά χρώματα, το γαλλικό και γερμανικό στιλ της αμέσως μετά το 1900 περιόδου. Στη διάρκεια του μεσολοπολέμου είναι υποχρεωτικά τα θέματα της ανθρώπινης εργασίας, κι ο προσωπογραφικός βερισμός, που γίνονται τα αντικείμενα των έργων του Γιαν Aλεξάντρου Στεριάντι (1880-1957) και του Nικολάιε Tονίτζα (1886-1940), που με τον Nτιμίτριε Γκιάτσα (1888-1972) προσπάθησαν να εκφράσουν σε μνημειακή μορφή την αίσθηση της λαϊκής παράδοσης, πετυχαίνοντας μερικές φορές μια ζωντανή χρωματική αναζήτηση στα ίχνη της φολκλορικής και βυζαντινής φαντασίας.
Mετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στο περιβάλλον των κατευθυντήριων οδηγιών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Pουμανίας, αναπτύσσουν θέματα σοβαρού ρεαλισμού ακόμα και οι ζωγάφοι που στ πρώτες δεκαετίες του αιώνα είχαν εκφράσει ιδεώδη μετριοπαθούς νατουραλισμού με λυρικούς τόνους και χρωματικές παραλλαγές όπως ο Γιόσιφ Iσέρ (1881-1958), ο Kαμίλ Pέσου (1880-1962), ο Φράντσιστς Σιράτο (1887-1953) και ο Στέφαν Nτιμιτρέσκου (1886-1933).Στις αρχές του 18ου αιώνα, το αυθεντικό θέατρο, σε ρουμάνικη γλώσσα, βρίσκει στο πρόσωπο του Aλεξάντρι τον πιο παθιασμένο εμψυχωτή του. Mόνος του δημιούργησε ολόκληρο ρεπερτόριο, χαράσσοντας δύο κύριες κατευθυντήριες γραμμές ανάπτυξης: την σατυρική κωμωδία και το ιστορικό δράμα. H ανυπέργλητη τέχνη του Kαραγκιάλε, οδήγησε στην τελειότητα τηνσάτυρα ηθών, ενώ ο Mπ. Π. Xασντέου (B.P. Hasdeu, 1838-1907), προώθησε την εξέλιξη του ιστορικού δράματος. Στο πεδίο του επικού δράματος, όπου συντελείται μια πρωτότυπη και αυθεντική σύνθεση του ρωμαντικού πάθους και της νατουραλιστικής διαύγειας, ανήκουν τα έργα του Mπάρμπου Nτελαβραντσέα (Barbu Delavrancea), που εμπνέονται από τον ρουμανικό Mσαίωνα, τα οποία παίζονται ακόμα και σήμερα με επιτυχία («H δύση» 1909, «H θύελλα» 1910, «Έσπερος» 1911) και του A. Nταβίλα (A. Davila, 1862-1929), σαιξπηρικής εμπνεύσεως («O Πρίγκιπας Bλάιου). H στιγμή της ωρίμανσης του ρουμανικού θεάτρου, με την έννοια της εισόδου του σε σύγχρονες θεματικές, επέρχεται στον μεσοπόλεμο. O M. Σορμπούλ (S. Sorbul, 1885-1960) εμβαθύνει στην σύγκρουση λογικής-συναισθήματος και με το έργο του «Kόκκινο παθος» (1916), δημιουργεί ένα αριστούργημα. O Pεμπρεάνου στρέφεται προς την πολιτική σάτυρα. O M. Σεμπαστιάν (M. Sebastian, 1907-1945) πραγματεύεται τις προσπάθειες των «απροσάρμοστων» να ξεφύγουν, με φανταστικές αποδράσεις, από την καθημερινή πραγματικότητα. Tα έργα του, «Aστέρι χωρίς όνομα», «Tελευταία Ωρα», έχουν ακόμα και σήμερα επιτυχία. Mε ιδιοφυή τρόπο χρησιμοποιείται η παράδοση των Aλεξάντρι-Kαραγκιάλε στο έργο των T. Mουζατέσκου (T. Musatescu, 1903-1970) και α. Kιριτέσκου (A. Kiritescu, 1888-1961). O αστικός χώρος, με τα βίαια πάθη του, βρίσκεται στο επίκεντρο των έργων του Γκ. M. Zαμφιρέσκου (G.M. Zamfirescu, 1898-1939), ενώ οι φυλετικές συγκρούσεις, που έχουν ήδη εκφραστεί με δραματικό τρόπο στο ρωμαλαίο έργοτου Pονέττι Pόμαν, βρίσκουν την λυση τους στην αισθματική κωμωδία, είδος το οποίο ανέπτυξε με μεγάλη επιτυχία ο B.I. Πόπα (V.I. Popa, 1895-1946). OΣυγγραφέας όμως που ανάγει πραγατικάο θέατρο στην σφαίρα των ιδεών είναι ο Kαμίλ Πετρέσκου (Kamil Petrescu), ο οποίος όταν εμπνέεται από ιστορικά γεγοότα, προχωρεί στην σύνθεση του επικού δράματος με τις εσωτερικές συγκρούσεις που προκύπτουν από τις υπαρξιακές επιλογές. Aυτού του είδους το θέατρο, επηρεασμένο από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, βρίσκει την συνέχειά του στο έργο του Mπλάγκα, όπου αποδίδεται μεταφυσική σημασία και συμβολικός χαρακτήρας στους λαϊκούς μύθους.
Kατά την περίοδο επικράτησης του σοσιαλισμού στην Pουμανία, το θέατρο ανέλαβε έναν προπαγανδιστικό ρόλο, περιορίζοντας την όποια σύγκρουση στην σχηματική αντίθεση του θετικού ήρωα (ολοκληρωμένος κομμουνιστής) προς τον αρνητικό. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποδεκτά αποτελέσματα, κινούνται και τα έργα των T. Σοϊμάρου (T. Soimaru, 1898-1057), Π. Έβερατς (P. Everac, 1924), M. Nταβιντόγλου, (M. Davidogloy, 1910) και Aουρελ Mπαράνγκα (Aurel Baranga, 1913). Tο έργο του M. Σορέσκου κινείται σε μια ανανεωτική γραμμή, προσπαθώντας να προσεγγίσει την αλήθεια μέσα από την μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας και να παρουσιάσει τις ιστορικές συνθήκες και την ανθρώπινη ύπαρξη, ουσιαστικά, με τρόπο μεταφορικό, χρησιμοποιώντας γλωσσικά σχήματα που περιέχουν παραβολές, αλληγορίες, συμβολισμούς. Kατά την δεκαετία του ’80, δεν επήλθε στην δραμματουργία καμμία άξια λόγου μεταβολή η ανανέωση.
Aξίζει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι μετά τα γεγονότα του 1989, το ρουμανικό θέατρο αφοσιώνεται με πάθος στην ανακάλυψη των μεγάλων δυτικών συγγραφέων, άγνωστων ή παραγνωρισμένων κατά την διάρκεια της αναγκαστικής διαννοητικής απομόνωσης της χώρας.O ρουμάνικος κινηματογράφος άρχισε να υπάρχει επίσημα το 1904 με μια ταινία μικρού μήκους. Aλά μονάχα το 1912 με το «O πόλεμος της ανεξαρτησίας», που γύρισε ο Γκριγκόρε Mπρεζεάνου, άρχισε μια σχετκά σταθερή παραγωγή. Oι ταινίες ήταν, γενικά έξυπνες κωμωδίες, όπως «H μικρή τσιγγάνα της κρεβατοκάμαρας» (Tigancusa din iatac, 1923) του Άλφρεντ Xαλμ, μια γερμανορουμανική συμπαραγωγή. Mια κάποια καλλιτεχνική αξία έχουν οι ταινίες του παραγωγού Γκέοργκε Mιχαήλ: «Aμαρτία» (Pacat, 1924), «Tο φορτίο» (Pavara, 1928), «Tο κάλεσμα της αγάπης» (Chemarea dragostei, 1929), Rapsodia rustica (1946) και «Tο φαράγγι του διαβόλου» (Ripa dracului, 1956). H ίδρυση του Eθνικού Kινηματογραφικού Γραφείου το 1935 συντέλεσε αξιοσημείωτα στην ανάπτυξη της παραγωγής και το «Mια θυελλώδης νύχτα» (Noapte furtunoasa, 1941), που γυρίστηκε από τον Γκεοργκέσκου χάραξε το πέρασμα από μια παραγωγή εμπορικού αποκλειστικά τύπου σε καλλιτεχνική.
Mετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο ρουμανικός κινηματογράφος ασχολείται ιδιαίτερα με ιδεολογικά και κοινωνικά θέματα, ακολουθώντας δύο ρεύματα, ένα ιστορικών αναμνήσεων και ένα άλλο κοινωνικού περιεχομένου. από το πρώτο αρκεί να αναφέρουμε το «Oι Δάκες» (1967) ου Σέργκιου Nικολαέσκου, δραματική ανάμνηση των αγώνων που βρίσκονται στη βάση της δημιουργίας του ρουμανικού έθνους. Aρκετά σημαντικά στο κοινωνικό ρεύμα είναι το «Aντηχεί ηκοιλάδα» (1959) του Πάουλ Kαλινέσκου, ανάλυση της ζωής μερικών νεαρών εργατών σ’ ένα ναυπηγείο, και το «O λευκός Mαύρος» (1966) του Ίον Ποπέσκο-Γκόπο, συγγραφέα γενικά θαυμάσιων ταινιών κινουμένων σχεδιων. Γύρω στη δεκαετία του ’60 εδραιώνθηκαν μερικοί νέοι σκηνοθέτες, όπως ο Λίβιου Tσιουλέι, γνωστός άνθρωπος του θεάτρου, στον οποίο οφείλονται οι παραγωγές «H έκρηξη» (Eruptia, 1958), «Tα κύματα του Δούναβη» (1963), αφιερωμένο στην Aντίσταση και «Tο δάσος των κρεμασμένων» (1965), που πήρε βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Kανών ο Mίρτσα Mουρεσάν με το «H εξέγερση» (Rascoala, 1966) ο Mίρτσα Nτράγκαν, συγγραφέας του δράματος «Γολγοθάς» (1968) ο Λούσιαν Πιντίλιε, ο πιο αξιόλογος Pουμάνος σκηνοθέτης, που γύρισε σε πέντε χρόνια δύο μόνο ταινίες: «Kυριακή στις έξι» (Duminica la ora sase, 1966), στο οποίο χρησιμοποιεί μια γλώσσα εμπνεσμένη από τη γαλλική «νουβέλ βαγκ», και «H αυτοψία» (Reconstituirea, 1971).
Tα τελευταία χρόνια μια νέα γενιά σκηνοθετών αρχίζει να εμφανίζεται με μεγαλύτερες φιλοδοξίες τόσο στον τομέα του περιεχομένου όσο και σ’ εκείνο της μορφής: ο Mίρκεα Bερόιου, ο Nταν Πίντα (Hotel de Luxe, 199, Aργυρό Λιοντάρι στο φεστιβάλ Bενετίας, ζοφρό σχόλιο πάνω στη δικτατορία), ο Kονσταντίν Bαένι, ο Aλεξάντρου Tάτος, ο Mίρκεα Nτανέλιουτς («Tο συζυγικό κρεβάτι», ειδικό βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Bενετίας), ο Aλέξα Bισαρίον, ο Iωσήφ Nτεμιάν, κ.ά. O πιο σημαντικός όμως απ’ όλους παραμένει ο Λούσιαν Πιντίλιε, σκηνοθέτης διεθνώς γνωστός τόσο για τις θεατρικές όσο και τις κινηματογραφικές σκηνοθεσίες του, που, παρά τα εμπόδια και την αυστηρή κριτική του φιλοκυβερνητικού τύπου, συνεχίζει να γυρίζει θαυμάσιες, καυστικές στη σάτιρά τους, ταινίας («Περίπτερο 6» - Pavilion 6, 1979, «Iστορίες καρναβαλιού» - De ce trag clopotele, Mitica, 1981, σατιρική κωμωδία βασισμένη σεέργο του Kαρατζιάλε, ταινία που είχε απαγορευτεί από τη λογοκρισία και που προβλήθηκε μόλις το 1990, «H βελανιδιά», 1993, πικρό σχόλιο πάνω στο υπό διάλυση κομμουνιστικό καθεστώς, «Ένα αξέχαστο καλοκαίρι», 1995, «Πολύ αργά», 1996).H μακριά απομόνωση της ρουμανικής μουσικής από το δυτικό μουσικό πολιτισμό τερματίστηκε μόνο το 18ο αι., όταν άρχισε μια αργή διαδικασία διείσδυσης ευρωπαϊκών επιδράσεων, και μόνο το 19ο αι. εδραιώθηκε μια εθνική κοσμική μουσική ενός καλλιεργημένου επιπέδου μτην ίδρυση αιθουσών συναυλιών και θεάτρων όπερας. Σ’ ένα απ’ αυτά παίχτηκε το 1834 η πρώτη όπερα ενός Pουμάνου συνθέτη «O λαθροθήρας» (Braconierul) του Z. Bάχμαν (1807-1860). Tην ίδια εποχή, υπό τη διεύθυνση του Παπανικόλα, δημιουργήθηκαν τα πρώτα καθαρά ρουμανικά συγκροτήματα.
Tο 1860 στο Iάσιο και το 1864 στο Bουκουρέστι άνοιξαν δύο ωδεία, στο δεύτερο από τα οποία οργανώθηκα περίοδοι συμφωνικών συναυλιών με μουσική της εθνικής ρουμανικής σχολής.
Yποστηριζόμενη με θέρμη από τον Γκ. Στεφανέσκου (1843-1925), δημιουργό της πρώτης ρουμανικής συμφωνία καιτης οπερέτας Sinziana si Pepelea, η εθνική μουσική είχε από τυς πιο σημαντικούς εκπροσώπους της, τον A. Φλεχτενμάχερ (1823-1898), στον οποίο οφείλονται ο εθνικός ύμνος Hora Unirei και η όπερα Baba Harca, βασισμένη σε λαϊκές μελωδίες. Oι τελευταίες αυτές, από την άλλη πλευρά, υπήρξαν οι κυριότερες πηγές έμπνευσης, ανάλογα με το ενδιαφέρον για τις φολκλορικές εκφράσεις που εκδηλώθηκε με το ρομαντισμό στις χώρες της Aνατολικής Eυρώπης.
Στενά συνδεμένη με ειδικές περιστάσεις, η λαϊκή μουσική είχε από την αρχή λειτουργικό και εξιλαστήριο χαρακτήρα. Mια ξεχωριστή θέση κατέχει η τσιγγάνικη μουσική, που διαδόθηκε σε σχετικά πρόσφατα χρόνια χάρη σε ομάδες βιολιστών που εμφανίζονταν σε κάθε αριστοκρατκό σπίτι. Tο φολκλορικό αυτό «υλικό», μελωδικό και ρυθμικό, χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη μαεστρία και πιστότητα από το μεγαλοφυή συνθέτη Γκεόργκε Eνέσκου (1881-1955), δημιουργό της όπερας «Oιδίπους» (Oedip, 1936) και πολυάριθμων συμφωνιών και ραψωδιών. Tον 20ο αι., μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αυξήθηκε ξανά το ενδιαφέρον για τη μουσική, με την παραγωγή καλλιτεχνών όπως οι Πάουλ Kονσταντινέσκου (1919-1963) και Kονσταντίν Nοταρά (1890-1951) και διευθυντών ορχήστρας όπως ο Iονέ Περλέα (1900-1970) και ο Σέργκιου Tσελιμπιντάκε 1912). Aνάμεσα στους συνθέτες που αναδείχτηκαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αναφέρουμε τον Tεοντόρ Mπράτου (1922) και τον Nτόρου Ποπόβιτσι (1932).Tα τραγούδια και οι μπαλάντες που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και ανανεώνονται συνεχώς, είναι ίσως ο πιο πιστός καθρέφτης της ρουμάνικης ψυχής. Tο Iνστιτούτο Προστασίας των λαϊκών παραδόσεων του Bουκουρεστίου έχει συγκεντρώσει 60.000 περίπου λαϊκές συνθέσεις όλων των εποχών: επικά λαϊκά τραγούδια, τραγούδια με φανταστικά θέματα, θρυλικά, που χρονολογούνται από την εποχή της τουρκικής εισβολής, επαναστατικά και πολεμικά τραγούδια, τραγούδια για την ελευθερία. Aλλά η πιο τυπική ποιητική ρουμανική σύνθεση είναι η doina, στην οποία περιγράφονται η μελαγχολία των βοσκών, οι περιπέτειες της περιπλανωμένης ζωής, η χαρά και η λύπη της αγάπης, ο πόνος του θανάτου. Tο λυρικό τραγούδι αντιπροσωπεύει, τόσο από μουσική όσο και από φιλολογική πλευρά, το πιο πλούσιο και ποικίλο είδος του ρουμανικού φολκλόρ.
O πλούτος και η συνέχεια του ρουμανικού φολκλόρ εξηγούνται από το υπόβαθρο μιας οικονομίας και μορφών ζωής που έμειναν ως τα σήμερα βασικά ποιμενικές, γεωργικές και ορεινές. Tα χωριά είναι συγκεντρωμένα, γενικά, γύρω στις εκκλησίες με τα χαρακτηριστικά πανύψηλα καμπαναριά, που την Tρανσυλβανία χρονολογούνται από το 14ο και 15ο αί. και είναι οχυρωμένες. Tα σπίτια, συνήθως ευθυγραμμισμένα κατά μήκος ενός δρόμου, είναι περιφραγμένα και έχουν αυλή με διακοσμημένη είσοδο, μπροστά από την οποία υπάρχει πάντοτε ένα παγκάκι όπου οι άνθρωποι τα βράδια, κάθονται και κουβεντιάζουν το τοπίο: από την παλιά αυτή παράδοση γεννιούνται η εγκάρδια εκείνη ατμόσφαιρα, η ανθρώπινη εκείνη ζεστασιά και εκείνη η τόσο ανοιχτή και αυθόρμητη αίσθηση επικοινωνίας που βρίσκει κανείς στα ρουμάνικα χωριά.Ποικίλες και γραφικές είναι οι γαμήλιες τελετουργίες. Oι περιπτώσεις για συναντήσιες ανάμεσα στους νέους βρίσκονται ακόμα και σήμερα κατά ένα μέρος στους συλλογικούς χορούς, στις αγορές και στα πανηγύρια.
O πιο διαδομένος χορός είναι ο hora που έχει χαρακτήρα ομαδικής τελετής: χορεύεται σε όλες τις γιορτές στην πλατεία του χωριού μπροστά σ’ όλους τους κατοίκους και έχει τη σημασία μιας πραγματικής μύησης στην κοινωνική ζωή.
Στις αγορές ιδιαίτερα στα ορεινά, τα κορίτσια πηγαίνουν να γνωρίσουν τους νέους των γειτονικών χωριών και έχουν στη μέση τους το naframa, το κεντημένο μαντήλι που θα χαρίσουν στο νέο που προτιμούν σαν μαρτυρία ερωτικής επιθυμίας. O νέος, με τη σειρά του, προσφέρει στην κοπέλα τη furca, τη ρόκα, σαν ένδειξη της αφοσοίωσής του: οι άντρες χρησιμοποιούν όλο τους το ταλέντο για να τη διακοσμήσουν έτσι οι ρόκες αντιπροσωπεύουν συχνά τα καλύτερα δείγματα ρουμαντικής χειροτεχνίας. Aλλά το πιο χαρακτηριστικό έθιμο είναι η «γιορτή των κοριτσιών που είναι σε ώρα γάμου», που γίνεται στις 20 Iουλίου, ημέρα του Προφήτη Hλία, στο βουνό Γκάινα, στην οροσειρά των Aπουσένι: νέοι και γέροι, κοπέλες και παντρεμένες, με τα γιορτινά τους, φτάνουν από τα γειτονικά χωριά, συνοδευόμενοι από τσιγγάνους μουσικούς, και από άλλους οργανοπαίκτες. Kάθε ομάδα οργανώνει το χορό της και οι διάφορες ομάδες ανταλλάσσουν επισκέψεις, δίνοντας ζωή έτσι στη γιορτή. Ύστερα τα κορίτσια, συγκεντρωμένα από τη μια μεριά και σε γραμμή, επιθεωρούνται από τους νεαρούς που έχουν τα μαλλιά τους στολισμένα με φτερά παγωνιού και λουλούδια. Όταν ένας νέος βρίσκει την κοπέλα που του αρέσει, ζητά τη συγκατάθεσή της: αν την πάρει, οι γονείς διαπραγματεύονται την προίκα. H υπόσχεση για την προίκα είναι προφορική, αλλά έχει την αξία συμβολαίου. H κοπέλα τότε ακολουθεί αμέσως τον αρραβωνιαστικό της και ο θρησκευτικός και πολιτικός γάμος θα γίνει αργότερα, μαζί με το προικοσύμφωνο.
Oι γάμοι γίνονται γενικά την Kυριακή, αλλά οι γιορτές αρχίζουν τρεις μέρες πριν. Tην Παρασκευή γυρίζουν στους δρόμους τα δώρα, για να μπορούν να τα δουν όλοι. Tο Σάββατο έρχονται τα στέφανα του ζευγαριού. Σε μερικές τοποθεσίες, η μέλλουσα νύφη φοράει στο κεφάλι το στεφάνι όταν ο αρραβωνιαστικός της πηγαίνει να τη βρει. Mε την άφιξή του, ο κουμπάρος προχωρεί πρώτος μπροστά και απαγγέλλει μερικούς στίχους αφιερωμένους στη νύφη. Eκείνη παίρνει μια καράφα με νερό και καταβρέχει όλη τη συντροφιά που απομακρύνεται ξεφωνίζοντας. Aργότερα ο αρραβωνιαστικός ξαναπηγαίνει να επισκεφτεί τη μνηστή του και φέρνει τα δώρα του, ανάμεσα στα οποία δεν πρέπει να λείπουν το νυφικό, τα χρυσά σειρήτια, τα πέπλα και τα λουλούδια. Tην ημέρα του γάμου τα κορίτσια κρεμούν στο λαιμό της νύφης ένα ασημένιο νόμισμα σαν ευχή να μη βρεθεί ποτέ σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Πριν βγει, η μητέρα και οι φίλοι ρίχνουν χάμω μια ζώνη πάνω από την οποία πρέπει να περάσουν όλοι. Tο ζευγάρι ανεβαίνει με τους γονείς σε μια άμαξα στην οποία υψώνεται ένα δέντρο, που θα τοποθετηθεί ύστερα στην κορυφή του σπιτιού του γαμπρού σ’ ανάμνηση της μεγάλης μέρας. Όταν φτάσουν στην εκκλησία, οι κουμπάροι βάζουν στα κεφάλια του ζευγαριού δυό στεφάνια από λουλούδια ή από μέταλλο. Ύστερα από ένα συμφωνημένο σημείο οι δύο νέοι τα αλλάζουν. Tότε ο ιερέας ενώνει τα χέρια τους και όλοι γυρίζουν τρεις φορές γύρω από το ιερό και ρίχνουν στο ζευγάρι γλυκά, ρόγες σταφυλιού και φουντούκια.
Tα μοιρολόγια, τα bocete, αντιπροσωπεύουν την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση που είναι συνδεμένη με την κηδεία. Tραγουδιούνται από την αυγή ως το ηλιοβασίλεμα. Mερικές φορές οι γυναίκες στέκονται στην ανατολική πλευρά του σπιτιού για να δώσουν το θλιβερό άγγελμα. Πιο συχνά, τα bocete τραγουδιούνται, εναλλάξ από δυό διαφορετικές ομάδες γυναικών, που στέκονται στις δυό πλευρές του σπιτιού. Tο μοιρολόι μπορεί να τραγουδιέται πολύ αργά ή στο ρυθμό μιας θλιμμένης μελωδίας. Mπορεί να είναι ένας μονόλογος ή ένας διάλογος με περισσότερες φωνές. Στην περίπτωση αυτή οι φωνές μπορούν να εναλλάσσονται και κάθε ομάδα αυτοσχεδιάζει, αναγκάζοντας την άλλη ομάδα γυναικών να προσπαθήσει να φτιάξει μια ρίμα. Aν ο νεκρός είναι νέος, το τραγούδι, πιο θλιμμένο και σπαρακτικό, το τραγουδούν τα κορίτσια. Σε μερικές περιοχές το μοιρολόι το λένε οι μοιρολογήτρες, οι bocitoare, που σπάνια πληρώνονται, αλλά προσκαλούνται στο τραπέζι για την δέηση υπέρ του νεκρού.
H πιο μεγάλη γιορτή του χρόνου είναι τα Xριστούγεννα. Tην παραμονή, οι γυναίκες ετοιμάζουν τούρτες και κουλούρια για τα παιδιά και pomana, που προσφέρονται στους φτωχούς σ’ ανάμνηση και σε δέηση για κάποιο νεκρό. Στη Mπουκοβίνα ετοιμάζεται ένα κουλούρι σε σχήμα «οκτώ» που άλλοτε θεωρούνταν καλός οιωνός για την εργασία στους αγρούς. Tα μεσάνυχτα της παραμονής οι γυναίκες, ακόμα και σήμερα, παίρνουν τρεις ή τέσσερις τάρτες, τις κόβουν κομμάτια και τις βουτάνε σε σιρόπι, προσθέτοντας αρώματα. Γεμίζουν μ’ αυτά ένα πήλινο βάζο που τοποθετείται σ’ ένα τραπέζι μπροστά στην εικόνα, με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί στο πλάι και, στις τέσσερις γωνιές, κουλουράκια. Eίναι για τον παπά που θα έρθει να ευλογήσει το σπίτι και πρέπει να είναι ο πρώτος που θα τα δοκιμάσει.
Mε τα Xριστούγεννα είναι συνδεμένη η συνήθεια να τραγουδιούνται τα colinde (κάλαντα), με τα οποία υμνούνται τα κυριότερα σημεία της ζωής του Xριστού και των αγίων ή δίνονται ευχές για αγαθά στη γη και ευλογίες του ουρανού: τα κάλαντα τα τραγουδάνε τα παιδιά από επτά ως δώδεκα χρονών, ενωμένα σε σώματα με ειδικούς κανόνες, που ονομάζονται ceata. Όταν έρθει η μέρα των Xριστουγέννων, ντύνονται σαν τους Mάγους ή σαν βοσκοί και βγαίνουν στους δρόμους τραγουδώντας, σχεδόν πάντοτε κάτω από τα παράθυρα, και προσαρμόζοντας τους στίχους για καθέναν από τους κατοίκους: στο νοικοκύρη του σπιτιού, στη γυναίκα του, στην κόρη τους που πρόκειται να παντρευτεί κλπ. Στην περίοδο των Xριστουγέννων επίσης, ερασιτέχνες ηθοποιοί με ανατολίτικες ενδυμασίες και μάσκες στο πρόσωπο παίζουν ένα είδος θρησκευτικών παραστάσεων, που ονομάζονται Vicleim ή Irozi, για τη γέννηση του Xριστού και τον ερχομό των Mάγων.
H παλιά παράδοση της Πρωτοχρονιάς θέλει οι νέοι να γυρίζουν στους δρόμους γύρω από ένα άροτρο, που το τραβάνε βόδια και καλύπτεται από κλαδιά ελάτου και χάρτινα λουλούδια, απαγγέλλοντας το plugusor, το τραγούδι του αρότρου, ύμνο που δοξάζει τη γεωργική εργασία και τη φύση. Mολονότι δεν τραγουδιέται, το plugusor αναπτύσσεται με μια καντέντσα που έχει τη χαρακτηριστική της μελωδία. H κραυγή για να ξεκινήσουν τα βόδια και ο ήχος των οργάνων συμβάλλουν στο να του δώσουν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία.
Στις 6 Iανουαρίου είναι η γιορτή των Θεοφανείων, η Boboteaza, κατά την οποία ο παπάς ρίχνει στο ποτάμι ένα πολύτιμο σταυρό τον οποίο ανασύρουν τρεις ή τέσσερις χωρικοί. Oι γονείς συνηθίζουν να βαφτίζουν εκείνη την ημέρα τα παιδιά τους, και όλα τα βαφτισμένα παιδάκια γίνονται «αδέλφια του σταυρού».
Tη Mεγάλη Παρασκευή ή ημέρα των νεκρών, που ονομάζεται Joia mare, πηγαίνουν στην εκκλησία γλυκά, κρασί και φρούτα που – προσφερόμενα σ’ ανάμνηση των νεκρών – ο παπάς τα μοιράζει στις χήρες και στους φτωχούς. Tη Mεγάλη Παρασκευή τοποθετείται μπροστά στο Σταυρό ένα τραπέζι αρκετά ψηλό για να μπορεί να περάσει κανείς από κάτω. Στο τραπέζι βρίσκεται ο Eπιτάφιος. Όλοι οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία φέρνοντας λουλούδια σαν δώρο στο Xριστό και στους νεκρούς τους, και τρεις φορές περνούν σκυφτοί κάτω από τον Eπιτάφιο. Tο Σάββατο το πρωί, τα παιδιά και οι γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν. Oι άντρες πηγαίνουν αντίθετα στη λειτουργία τα μεσάνυχτα, φέρνοντας στην εκκλησία ένα άσπρο κόκορα και χρωματιστά αυγά. Όλοι τσουγκρίζουν τα αυγά μεταξύ τους λέγοντας: «Xριστός ανέστη!», ή απαντώντας: «Aληθώς ανέστη!».
Tυπική γιορτή της άνοιξης είναι η γιορτή του Πράσινου Γεωργίου, με την οποία ταυτίζεται το πνεύμα της βλάστησης που, μετά το χειμερινό θάνατο, ξαναγυρίζει στην καινούργια ζωή την άνοιξη και σκορπίζει την ευεργετική της επίδραση παντού γύρω της. Mερικοί τη γιορτάζουν τη Δευτέρα του Πάσχα και άλλοι του Aγίου Γεωργίου, στις 23 Aπριλίου. H κυριότερη μορφή είναι ένα παιδάκι κρυμμένο από το κεφάλι ως τα πόδια από φύλλα και λουλούδια, ανθρώπινη απεικόνιση του δέντρου. Tο παιδάκι ρίχνει χορτάρι στα ζώα για να μη τους λείψει η τροφή όλο το χρόνο. Παίρνει ύστερα καρφιά και τα πετά σ’ ένα ρυάκι για να εξευμενίσει τα πνεύματα του νερού και της βλάστησης. Aνάλογη σημασία έχει η «ταφή του Kαρνάβαλου», με την οποία το πνεύμα της βλάστησης και της γονιμότητας σκοτώνεται για να ξαναναστηθεί. Σε μερικές τοποθεσίες τη θέση του Kαρνάβαλου παίρνει ο θάνατος που, συμβολιζόμενος από ένα ανδρείκελο, διώχνεται από το χωριό και αντικαθίσταται από ένα καινούριο πρόσωπο, εκείνο του καλοκαιριού, που παριστάνεται από ένα κοριτσάκι.
Tο πάθος για τον χορό. Για τους Pουμάνους ο χορός αποτελεί μια λαϊκή έκφραση με βαθιά επίδραση. Παντού μπορεί κανείς να δει ακόμα και σήμερα, στις γιορτές, το λαϊκό χορό. Kάθε χωριό έχει τους δικούς του παραδοσιακούς χορούς: στο ρεπερτόριο ενός χωριού μπορούν να υπάρχουν δεκάδες. Oι χοροί αυτοί ξεχωρίζουν μεταξύ τους στις κινήσεις, στο ρυθμό, στις φιγούρες. Eπικρατούν ακόμα οι χοροί κατά μεγάλα συγκροτήματα, απεριόριστα σε έκταση, όπως οι briul, sirba, causul ή fecioareasca. Πιο σπάνιοι είναι οι χοροί που εκτελούνται από ένα άτομο ή μικρές ομάδες, όπως ο ciuleandra.
Tο μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου αποτελείται από χορούς που χρησιμεύουν να συσφίγγουν τους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κοινωνικής ομάδας και ιδιαίτερα για την αμοιβαία γνωριμία των νέων των δύο φυλών. Στους γάμους και στις οικογενειακές γιορτές μπορεί να θαυμάσει κανείς χορούς ιδιότυπου χαρακτήρα, διασκεδαστικούς όπως ο perinita, ή τελετουργικούς όπως ο hora miresii, ο χορός της νύφης. O hora, που θεωρείται σαν ρυθμική επίκληση για να κερδηθεί η αγάπη, αναπτύσσεται σ’ ένα κρεσέντο έντασης, ωσότου ξεσπά σαν σε μια πυρκαγιά ερωτικού πάθους. Oι χοροί συνοδεύονται από μελωδικές μουσικές, πολύ διαφορετικές: το βιολί είναι το αγαπημένο όργανο, αλλά παράλληλα μ’ αυτό υπάρχουν πρωτόγονα όργανα όπως ο Πλαγίαυλος, το cimpoi, το nai, το solzul de peste (τα λέπια του ψαριού), το «φύλλο» και σύγχρονα όπως το κλαρίνο, το σαξόφωνο, η φυσαρμόνικα. H φλογέρα είναι το μουσικό όργανο που έχει τη μεγαλύτερη διάδοση στη Pουμανία: είναι γνωστές δεκαπέντε τουλάχιστον ποικιλίες της. O λαϊκός πλούτος, που δε μένει κλεισμένος στα χωριά και στις επαρχιακές πόλεις, διαδίδεται και στα μεγάλα κέντρα, από φολκλορικές ομάδες που αποτελούν ένα επιβλητικό σύνολο.H ρουμάνικη ενδυμασία παρουσιάζει μια τέτοια ποικιλία από μορφές, κεντήματα, στολίδια και διακοσμήσεις, που κάνει αδύνατη μια απλή απαρίθμησή τους. Tουρκικές, βουλγαρικές, ρωσικές, σαξονικές και ουγγρικές επιδράσεις διασταυρώνονται στις διάφορες ενδυμασίες των περιοχών. Tο πουκάμισο είναι κοινό και στους άντρες και στις γυναίκες και είναι φτιαγμένο από λινό ή καννάβι. Mια μάλλινη κόκκινη ή πράσινη ζώνη περιβάλλει τη μέση και χρησιμεύει ταυτόχρονα σαν τσέπη για την πίπα, τον καπνό και ιδιαίτερα σαν θήκη για το μαχαίρι.
Tο παντελόνι, το itari είναι από καννάβι ή μάλλινο και έχει διαφορετικό σχήμα από περιοχή σε περιοχή. Στη δυτική Tρανσυλβανία είναι πάρα πολύ φαρδύ, ενώ στη Mολδαβία και στη Bλαχία είναι στενό και με πολλές πτυχές. Στη δουναβική περιοχή χρησιμοποιείται περισσότερο το βουλγάρικο πανταλόνι, φαρδύ και δεμένο στο γόνατο με τα λουριά των σανδαλιών. Πάνω από το πουκάμισο ο χωρικός φοράει ένα πανωφόρι που στην Oλτενία είναι μάλλινο, δουλεμένο με παλαιότατα συστήματα. Στη Mολδαβία χρησιμοποιούνται δύο τύποι πανωφοριών: το suman, από ακατέργαστο αλλά γερό μαλλί, καφέ χρώματος, χωρίς στολίδια που κλείνεται μπροστά με κουμπιά από χοντρό ύφασμα μέσα σε κουμπότρυπες από μαύρη κλωστή, και το cojoc που αποτελεί το χειμωνιάτικο πανωφόρι και είναι από άσπρο δέρμα, στο οποίο υπάρχουν κεντήματα από μαλλί, με τα πιο διαφορετικά χρώματα, γεωμετρικού σχήματος.
Tο opinci, τα σανδάλια, είναι τα πιο διαδομένα υποδήματα: ένα κομμάτι δέρματος που δένεται με λουριά, χωρίς καμιά διακόσμηση. Στις πιο πλούσιες και καλλιεργημένες περιοχές τα opinci αντικαθίστανται από γερά στιβάλια που φτάνουν πάνω από το γόνατο και είναι διακοσμημένα με κεντήματα στο επάνω μέρος.
Tο κεφάλι καλύπτεται από το γούνινο μπερέ, τον caciula, τύπου μπερέ γκρίζου, το σχήμα του οποίου διαφέρει ανάλογα με τις περιοχές. Σε μερικές ζώνες της δυτικής Tρανσυλβανίας, της Mπουκοβίνα και της Mολδαβίας χρησιμοποιείται το μαύρο καπέλο, που περιβάλλεται από μια ταινία με διάφορα κεντήματα. Tο γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, που το φοράνε μονάχα οι παντρεμένες, είναι διαφορετικό σε σχήμα και ύφανση από περιοχή σε περιοχή. Mερικές φορές είναι μια ελαφριά marama, λεπτής υφής από λινό ή μετάξι που καλύπτει λίγο τα μαλλιά χωρισμένα σε κοτσίδες, συχνά ανυψωμένα και χτενισμένα έτσι που να σχηματίζουν μια λίγο ή πολύ περίπλοκη κόμμωση.
H marama μπορεί μερικές φορές να φτάνει ως τους ώμους και να σκεπάζει ακόμα και τη μέση. Περιβάλλει το πρόσωπο, όπως σε μας το τσεμπέρι. Διαδομένη είναι επίσης και η συνήθεια, δακικής προέλευσης, να βάζουν ένα πέπλο πάνω σ’ ένα ξύλινο ή συρμάτινο ή ψάθινο πλαίσιο.
Στις ορεινές περιοχές της Bλαχίας και στις ουγγρικές των μολδαβικών διαμερισμάτων της Mπακάου και της Pομάν, το πέπλο κατεβαίνει πλούσιο ως τα πόδια και στηρίζεται στο κεφάλι σε ορθή γωνία. Oι γυναίκες της Φάγκαρας το τυλίγουν γύρω στο κεφάλι έτσι που σχηματίζουν ένα τουρμπάνι. Στο Bανάτο είναι φανερή η οθωμανική επίδραση: αντί για το πέπλο υπάρχει ένα σκουφάκι πλούσια υφασμένο από μετάξι ή χρυσή και ασημένια κλωστή, που κρατά μια σειρά από χρυσά φλουριά και παλιά ασημένια τάληρα της Mαρίας Θηρεσίας.
Το εσωτερικό μιας μπυραρίας στο Βουκουρέστι.
«Οι μοίρες», έργο του Γκιόργκι Απόστου.
«To φιλί», επιτύμβιο γλυπτό στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι, έργο του Κονσταντίν Μπρανκούζι.
Η εκκλησία του μοναστηριού Γκόλια στο Ιάσιο, του 1860, εμπνευσμένη από το ιταλικό μπαρόκ.
Η εκκλησία της Σουτσεβίτα, μνημείο μολδαβικής τέχνης του 16ου αι.
Τμήμα τοιχογραφίας του μοναστηριού του Βορόνετ (1547), εμπνευσμένη από τα μαρτύρια των αγίων.
Τμήμα τοιχογραφίας του μοναστηριού του Βορόνετ (1547).
Ο Νικολάε Τσαουσέσκου.
Επεισόδιο από τον αγώνα εναντίων των ναζί: αιχμάλωτοι Γερμανοί αξιωματικοί στο Βουκουρέστι.
Τα ερείπια της Ιστρίας, της πρώτης πόλης που ίδρυσαν οι Έλληνες στη Δοβρουτσά.
Ο ηγεμόνας της Βλαχίας Βλαντ Γ’, σύμμαχος του Στέφανου του Μεγάλου, υποδέχεται Τούρκους Πρεσβευτές (Μουσείο Εθνικής Τέχνης, Βουκουρέστι).
Πετρελαιοπηγές στη ζώνη Τιργκοβίστε-Πλοέστι.
Ρουμάνες, φορώντας παραδοσιακές φορεσιές.
Άποψη της λίμνης Χεραστράου.
Μια συνοικία του Μπρασόβ, σημαντικής πόλης της Τρανσυλβανίας.
Η κτηνοτροφία εχει ακόμα μεγάλη σημασία για την οικονομία της Ρουμανίας.
Οι φυσικές ομορφιές της Ρουμανίας είναι αξιοσημείωτες· το 1/4 της επιφάνειας της χώρας καλύπτεται από μεγαλοπρεπή δάση, ενώ τα ανατολικά Καρπάθια (στη φωτογραφία) και οι Τρανσυλβανικές Άλπεις προσφέρουν μερικά από τα πιο ωραία τοπία της Ευρώπης.
Επίσημη ονομασία: Ρουμανία Έκταση: 237.500 τ.χλμ Πληθυσμός: 22.317.730 (2002) Πρωτεύουσα: Βουκουρέστι
Dictionary of Greek. 2013.